pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το TOEFL - Φυσικές καταστάσεις και τραυματισμοί

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τις σωματικές καταστάσεις και τους τραυματισμούς, όπως «πληγή», «επιληπτική κρίση», «έλκος» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση TOEFL.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for TOEFL
abnormality

‌an unusual feature in someone's body or behavior that may be harmful, caused by duplication or deletion of a single gene

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abnormality"
blister

a swollen area on the skin filled with liquid, caused by constant rubbing or by burning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blister"
sore

a painful spot on the skin, which is usually red or infectious

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sore"
malady

any physical problem that might put one's health in danger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malady"
irritation

a feeling of pain or discomfort in a part of the body that is swollen or sensitive, often caused by allergens, chemicals, or injuries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irritation"
affliction

a state of pain or suffering due to a physical or mental condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affliction"
episode

a period of time it takes one to go through a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "episode"
ailment

an illness, often a minor one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ailment"
concussion

a momentary loss of consciousness provoked by a hard blow on the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concussion"
spasm

a sudden, uncontrollable tightening or contraction of a muscle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spasm"
seizure

a sudden and unexpected start or return of a medical problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seizure"
rupture

a severe injury that causes an internal organ or soft tissue to break or tear suddenly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rupture"
malaise

a feeling of being physically ill and irritated without knowing the reason

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malaise"
trauma

damage inflicted on the body as a result of an external force or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trauma"
paralysis

a complete or partial loss of the ability to move and feel different parts of one's body, mainly caused by disease or an injury to the nerves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paralysis"
cramp

a sudden painful contraction in a muscle due to fatigue

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cramp"
miscarriage

the unexpected or spontaneous expulsion of a fetus from the uterus before it is mature enough to survive independently

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miscarriage"
ulcer

a lesion or sore on the skin that might bleed or even produce a poisonous substance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ulcer"
cyst

a growth with abnormal features that appears in the body and contains fluid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cyst"
constipation

a medical condition in which one has difficulty emptying one's bowels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "constipation"
diarrhea

a medical condition in which body waste turns to liquid and comes out frequently

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diarrhea"
benign

(of an ilness) not fatal or harmful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benign"
malignant

(of a tumor or disease) uncontrollable and likely to be fatal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malignant"
chronic

(of an illness) difficult to cure and long-lasting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chronic"
cancerous

related to or characterized by the presence of cancer, a disease caused by the uncontrolled growth and spread of abnormal cells

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cancerous"
contagious

(of a disease) transmittable from one person to another through close contact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contagious"
hereditary

(of a disease or characteristic) able to be passed on to a child through the genes of its parents

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hereditary"
congenital

having a disease since birth that is not necessarily hereditary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congenital"
septic

(of a body part or wound) infected by harmful bacteria

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "septic"
terminal

(of an illness) having no cure and gradually leading to death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terminal"
pathological

relating to or caused by an illness or disease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathological"
diabetic

having a health condition marked by an impaired ability to regulate blood sugar levels

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diabetic"
comatose

being in a state of coma or relating to coma

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comatose"
to aggravate

to make a disease or medical condition worse or more serious

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to aggravate"
to recuperate

to recover from a disease or injury

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recuperate"
remission

a period during which a patient's condition improves and the symptoms seem less severe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remission"
pathogen

any organism that can cause diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathogen"
inflammation

a physical condition in which a part of the body becomes swollen, painful, and red as a result of an infection or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflammation"
to sustain

to suffer or undergo something irritating, especially an injury, disease, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sustain"
to succumb

to die as a result of a disease or injury

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to succumb"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek