pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το GRE - Άνοιγμα και κλείσιμο θήκης

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το νόμο και την τάξη, όπως "abjure", "immure", "sanction" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for the GRE
to exculpate

to clear someone's name of accusations and prove their innocence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exculpate"
to abrogate

to terminate an agreement, right, law, custom, etc. in an official manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abrogate"
to censure

to strongly criticize in an official manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to censure"
to condone

to accept or forgive something that is commonly believed to be wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to condone"
to document

to support an argument, claim, etc. by providing facts and evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to document"
to enjoin

to tell someone to do something by ordering or instructing them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enjoin"
to ferret

to try to find something in a confined space

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ferret"
to forfeit

to no longer be able to access a right, property, privilege, etc. as a result of violating a law or a punishment for doing something wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forfeit"
to immure

to take a person or thing to a confined space and trap them there

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to immure"
to promulgate

to make a formal statement presenting a new rule, law, etc. that is going to be put into action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to promulgate"
to proscribe

to officially ban the existence or practice of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to proscribe"
to render

to provide someone with something, such as help or services, especially as required or expected

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to render"
to repudiate

to be unwilling to accept or recognize something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repudiate"
to sanction

to officially approve of something such as an action, change, practice, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sanction"
to vindicate

to clear someone from blame or suspicion and prove their innocence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vindicate"
advocate

an authorized practitioner of law who defends a person's case in a courtroom

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advocate"
anarchy

the state of an organization or country that is lacking in order, authority, or control

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anarchy"
dispensation

the privilege of being officially released from an obligation, law, or something that is usually prohibited

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dispensation"
entitlement

a privilege or right that is granted legally

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entitlement"
malfeasance

an illegal or unjust act committed by a person of high standing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malfeasance"
malingerer

an individual who feigns incompetence or illness just so they would not have to do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malingerer"
martinet

an individual who demands total obedience to rules, laws, and orders

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "martinet"
resolution

an official decision that is made, particularly when an official body takes a group vote

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resolution"
apocryphal

(of a statement or story) unlikely to be authentic, even though it is widely believed to be true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apocryphal"
appurtenant

relating or belonging to something bigger or more important, like lifestyles, structures, systems, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appurtenant"
bogus

not authentic or true, despite attempting to make it seem so

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bogus"
defamatory

(of statements) intending to ruin someone's reputation with the use of unpleasant or false information

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defamatory"
dubious

not having reached a conclusion about something being true, good, or if it should be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dubious"
inviolable

demanding great respect in a way that cannot be ignored or degraded

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inviolable"
inviolate

not affected, and immune to harm, change, disrespect, or destruction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inviolate"
judicious

applying good judgment, reason, and sense when making a decision or doing something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judicious"
prohibitive

stopping others from doing something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prohibitive"
unimpeachable

honorable and honest to the point of becoming impossible to criticize, question, or blame

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unimpeachable"
venial

not grave and thus capable of being pardoned or overlooked

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "venial"
to abjure

to give up or reject a belief, claim, or practice through formal or public declaration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abjure"
to impute

to falsely assign a quality, particularly a bad one, to a person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to impute"
wily

skillful in achieving what one desires, especially through deceptive means

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wily"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek