pattern

Βιβλίο English File - Προχωρημένο - Μάθημα 7Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 7Α στο βιβλίο μαθημάτων English File Advanced, όπως "competent", "embark", "substandard" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Advanced
to agree

to hold the same opinion as another person about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to agree"
appropriate

suitable or acceptable for a given situation or purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appropriate"
attractive

having features or characteristics that are pleasing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attractive"
capable

having the required quality or ability for doing something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capable"
coherent

logical, consistent, and meaningfully connected, making sense as a whole

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coherent"
competent

possessing the needed skills or knowledge to do something well

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competent"
to continue

to not stop something, such as a task or activity, and keep doing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to continue"
to do

to perform an action that is not mentioned by name

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
to embark

to start or initiate something, such as a new project or venture

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to embark"
helpful

offering assistance or support, making tasks easier or problems more manageable for others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helpful"
honest

telling the truth and having no intention of cheating or stealing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honest"
hospitable

treating guests or visitors with friendliness, warmth, and generosity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hospitable"
legitimate

justified or valid according to the commonly accepted norms, practices, or ideological framework

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legitimate"
literate

having the skills to read and write

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literate"
logical

capable of following rules of logic and forming ideas based on facts that are true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logical"
mobile

not fixed and able to move or be moved easily or quickly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mobile"
moral

concerned with right and wrong behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moral"
official

holding a position of authority or responsibility within an organization or government

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "official"
personal

only relating or belonging to one person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personal"
practical

based on real-world experience and observation rather than theoretical knowledge

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practical"
rational

(of a person) avoiding emotions and taking logic into account when making decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rational"
regular

following a pattern, especially one with fixed or uniform intervals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regular"
relevant

having a close connection with the situation or subject at hand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relevant"
replaceable

capable of being exchanged or substituted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "replaceable"
to outgrow

to become too large, mature, or experienced for something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outgrow"
monosyllabic

consisting of only one sound unit of speech

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monosyllabic"
outpatient

a patient who receives treatment in a hospital but does not remain there afterward

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outpatient"
to rebuild

to build something once again, after it has been destroyed or severely damaged

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rebuild"
ill-treated

having been mistreated or abused, either physically, emotionally, or psychologically

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ill-treated"
multivitamin

a dietary supplement that contains a combination of essential vitamins and minerals, commonly taken orally in the form of tablets, capsules, or gummies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multivitamin"
misunderstood

perceived or interpreted incorrectly or incompletely, often leading to confusion, mistakes, or misinterpretation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "misunderstood"
antivirus

having the ability to protect a system from viruses by finding and destroying them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antivirus"
deforestation

the extensive removal of forests, typically causing environmental damage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deforestation"
to upgrade

to improve a machine, computer system, etc. in terms of efficiency, standards, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to upgrade"
postgraduate

a graduate student who is studying at a university to get a more advanced degree

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "postgraduate"
to precondition

to establish a necessary requirement or condition that must be met before something else can happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to precondition"
to oversleep

to wake up later than one intended to

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to oversleep"
biannual

taking place twice a year

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biannual"
to coexist

to live or exist together peacefully despite differences in beliefs or interests

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coexist"
substandard

having a quality or level below what is considered acceptable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "substandard"
intergovernmental

involving or relating to two or more governments or governmental agencies, especially those of different countries

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intergovernmental"
understaffed

not having enough employees to adequately perform the necessary tasks or services

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "understaffed"
superhuman

having abilities or qualities that go beyond what is considered normal or humanly possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superhuman"
autofocus

the technology or mechanism in a camera or other optical device that automatically focuses on the subject being photographed or viewed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "autofocus"
microorganism

a tiny living organism that can only be seen under a microscope, including bacteria, viruses, fungi, and protozoa

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microorganism"
more than

used to indicate a quantity or degree that exceeds or is greater than a certain amount or level

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "more than"
better

more suitable or effective compared to other available options

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "better"
big

above average in size or extent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big"
enough

to a degree or extent that is sufficient or necessary

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enough"
too much

beyond the appropriate or necessary amount, often to a point that is undesirable or harmful

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "too much"
many

used to indicate a large number of people or things

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "many"
wrongly

in a mistaken or incorrect way

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrongly"
below

in a lower level, position, or place

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "below"
two

the number 2

[αριθμητικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "two"
twice

for two instances

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "twice"
against

in opposition to someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "against"
one

the number 1

[αριθμητικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "one"
by

used to indicate the means of doing or achieving something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "by"
after

at a later time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "after"
outside

in an open area surrounding a building

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outside"
inside

in or into a room, building, etc.

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inside"
before

at an earlier time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "before"
to remove

to take off an item of clothing, glasses, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remove"
to reduce

to make something smaller in amount, degree, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reduce"
higher

having a greater level or degree in position, value, rank, importance, or quality.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "higher"
toward

in the direction of a particular person or thing

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toward"
top

the point or part of something that is the highest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "top"
together

with something or someone else

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "together"
badly

to a great or serious degree or extent

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "badly"
between

in, into, or at the space that is separating two things, places, or people

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "between"
above

in, at, or to a higher position

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "above"
average

calculated by adding a set of numbers together and dividing this amount by the total number of amounts in that set

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "average"
extremely

to a very great amount or degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extremely"
small

below average in physical size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
again

for one more instance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "again"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek