pattern

Βιβλίο English File - Προχωρημένο - Μάθημα 5Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 5Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Advanced, όπως "deposit", "budget", "inflation" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Advanced
money

something that we use to buy and sell goods and services, can be in the form of coins or paper bills

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "money"
money does not grow on trees

used to imply that money is not easily obtained or available, and one should not waste it unnecessarily

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "money does not grow on trees"
tight-fisted

spending or giving money reluctantly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tight-fisted"
an arm and (a) leg

a large sum of money

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "an arm and (a|) leg"
to make (both) ends meet

to make enough money to pay for one's basic needs

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] (both|) ends meet"
in the red

in debt due to spending more than one's earnings

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(in|into) the red"
in the black

used to refer to something, particularly a bank account, that is providing one with a considerable amount of profit

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in the black"
rip-off

something that costs a lot more than its real value

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rip-off"
to tighten one's belt

to lessen the amount of money or resources one uses compared to before, particularly due to having less available

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [tighten] {one's} belt"
to live beyond one's means

to spend in a way that exceeds one's income

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [live] beyond {one's} means"
budget

the sum of money that is available to a person, an organization, etc. for a particular purpose and the plan according to which it will be spent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "budget"
deposit

a sum of money that is paid before paying a total amount, particularly when buying something that is expensive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deposit"
donation

something that is voluntarily given to someone or an organization to help them, such as money, food, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "donation"
fare

the amount of money we pay to travel with a bus, taxi, plane, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fare"
fee

the money that is paid to a professional or an organization for their services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fee"
fine

an amount of money that must be paid as a legal punishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fine"
grant

an amount of money given by the government or another organization for a specific purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grant"
loan

a sum of money that is borrowed from a bank which should be returned with a certain rate of interest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loan"
lump sum

a single, large payment made in full, instead of smaller payments made over time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lump sum"
quote

(plural) another way of saying quotation marks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quote"
will

a person's intention or desire, especially one that is strong or persistent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "will"
society

people in general, considered as an extensive and organized group sharing the same laws

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "society"
consumer

someone who buys and uses services or goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumer"
standard of living

the level of wealth, welfare, comfort, and necessities available to an individual, group, country, etc.

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "standard of living"
income

the money that is regularly earned from a job or through an investment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "income"
inflation

the ongoing increase in the general price level of goods and services in an economy over a period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflation"
cost of living

the amount of money required to maintain basic needs and expenses in a particular place or location

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cost of living"
to afford

to be able to pay the cost of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to afford"
to manage

to control or handle something in a skillful or effective way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manage"
account

an arrangement according to which a bank keeps and protects someone's money that can be taken out or added to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "account"
balance

the number showing the difference between the debit and credit sums of an account

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balance"
transfer

the act of moving someone or something from one place, person, or situation to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transfer"
payment

an amount of money that is paid for something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "payment"
interest rate

the amount that a lender charges a borrower for the use of money, typically calculated based on the amount of the loan and the length of the borrowing period

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interest rate"
debt

an amount of money or a favor that is owed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debt"
mortgage

an official contract or arrangement by which a bank gives money to someone as a loan to buy a house and the person agrees to repay the loan over a specified period, usually with interest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mortgage"
share

the act of dividing or distributing something among a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "share"
stock market

the business of trading and exchanging shares of different companies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stock market"
currency

the type or system of money that is used by a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "currency"
exchange rate

the value of a country's currency compared to another country's currency

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exchange rate"
bankrupt

(of organizations or people) legally declared as unable to pay their debts to creditors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bankrupt"
recession

a hard time in a country's economy characterized by a reduction in employment, production, and trade

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recession"
rich

owning a great amount of money or things that cost a lot

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rich"
affluent

possessing a great amount of riches and material goods

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affluent"
loaded

having a lot of money or financial resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loaded"
wealthy

having a large amount of money or valuable possessions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wealthy"
well-off

having enough money to cover one's expenses and maintain a desirable lifestyle

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-off"
poor

owning a very small amount of money or a very small number of things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poor"
broke

having little or no financial resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broke"
hard up

experiencing financial difficulties, often lacking money to cover basic expenses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hard up"
penniless

having no money or financial resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penniless"
grand

a thousand units of a currency

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grand"
buck

one dollar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buck"
quid

the currency of the United Kingdom, equivalent to one hundred pence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quid"
fiver

a piece of paper money worth five dollars that you can use to buy things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiver"
tenner

a banknote with a value of ten units of a currency, typically ten pounds or ten dollars

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tenner"
installment

a part of a larger sum of money that is paid in a scheduled series of payments over a specified period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "installment"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek