pattern

Βιβλίο English File - Προχωρημένο - Μάθημα 1Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 1Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Advanced, όπως "repetitive", "workforce", "qualification" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Advanced
work

something that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work"
challenging

requiring significant effort, skill, or determination to overcome or accomplish successfully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "challenging"
repetitive

referring to something that involves repeating the same actions or elements multiple times, often leading to boredom or dissatisfaction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repetitive"
rewarding

(of an activity) making one feel satisfied by giving one a desirable outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rewarding"
committed

willing to give one's energy and time to something because one believes in it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "committed"
helpful

offering assistance or support, making tasks easier or problems more manageable for others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helpful"
experienced

possessing enough skill or knowledge in a certain field or job

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experienced"
adaptable

able to change and adjust to different conditions and circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adaptable"
passionate

showing or having enthusiasm or strong emotions about something one care deeply about

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passionate"
monotonous

boring because of being the same thing all the time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monotonous"
motivating

having the power to inspire or encourage action towards a goal or objective

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motivating"
fulfilling

bringing a deep sense of satisfaction or happiness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fulfilling"
tedious

boring and repetitive, often causing frustration or weariness due to a lack of variety or interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tedious"
dead-end

providing no opportunities to improve, advance, or progress

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dead-end"
high-powered

having exceptional strength, influence, or capabilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-powered"
academic

related to education, particularly higher education

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "academic"
career

a profession or a series of professions that one can do for a long period of one's life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "career"
civil

related to the citizens of a country

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civil"
event

something special, important, and known that takes place at a particular time or place such as a festival or Valentin's Day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "event"
fast

having a high speed when doing something, especially moving

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fast"
job

the work that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "job"
hunting

the act of searching for a thing or person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hunting"
ladder

a piece of equipment with a set of steps that are connected to two long bars, used for climbing up and down a height

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ladder"
manager

someone who is in charge of running a business or managing part or all of a company or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manager"
to move

to change your position or location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to move"
qualification

a skill or personal quality that makes someone suitable for a particular job or activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "qualification"
servant

a person who does the housework as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "servant"
track

a road or path that is rough and usually made by animals or people repeatedly walking there

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "track"
maternity

the quality or fact of being a mother to a child or children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maternity"
paternity

the quality or fact of being a father to a child or children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paternity"
sick

not in a good and healthy physical or mental state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick"
compassionate

showing kindness, empathy, and understanding toward others, especially during times of difficulty or suffering

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compassionate"
unpaid

not yet given the money that was promised in exchange for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unpaid"
freelance

an individual who works independently without having a long-term contract with companies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freelance"
permanent

continuing to exist all the time, without significant changes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permanent"
temporary

existing for a limited time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temporary"
full

having no space left

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full"
time

the quantity that is measured in seconds, minutes, hours, etc. using a device like clock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "time"
part-time

done only for a part of the working hours

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "part-time"
zero hour

the specific moment when an event or action is scheduled to begin or take place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zero hour"
same

like another thing or person in every way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "same"
different

not like another thing or person in form, quality, nature, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "different"
colleague

someone with whom one works

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colleague"
coworker

someone who works with someone else, having the same job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coworker"
to quit

to give up your job, school, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quit"
to resign

to officially announce one's departure from a job, position, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resign"
staff

a group of people who work for a particular company or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "staff"
workforce

all the individuals who work in a particular company, industry, country, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "workforce"
to lay off

to dismiss employees due to financial difficulties or reduced workload

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lay off"
redundant

surpassing what is needed or required, and so, no longer of use

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "redundant"
out of work

having no job

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "out of work"
off

away from a location or position in time or space

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off"
fired

forced to leave one's job

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fired"
to sack

to dismiss someone from their job

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sack"
to get

to receive or come to have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
to promote

to move to a higher position or rank

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to promote"
pay

the money that is paid to someone for doing their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pay"
rise

an increase in something's number, amount, size, power, or value

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rise"
skill

an ability to do something well, especially after training

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skill"
to hire

to pay someone to do a job

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hire"
to employ

to give work to someone and pay them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to employ"
benefit

an advantage or a helpful effect that is the result of a situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benefit"
perk

an extra benefit, advantage, or privilege that one receives in addition to one's salary due to one's job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perk"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek