pattern

Βιβλίο Headway - Προχωρημένο - Ενότητα 5

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Advanced, όπως "στερεότυπο", "στιβαρά", "παραχώρηση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Advanced
nationality

the state of legally belonging to a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nationality"
stereotype

a widely held but fixed and oversimplified image or idea of a particular type of person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stereotype"
Britain

the island containing England, Scotland, and Wales

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Britain"
British

a person from the United Kingdom

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "British"
Briton

a person who is of British nationality, descent, or origin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Briton"
Brit

someone from Britain, typically of British nationality or origin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Brit"
English

the most common language in the world, originating in England but also the official language of America, Canada, Australia, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "English"
Welsh

a person from Wales or someone of Welsh descent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Welsh"
Gaelic

any of the Celtic languages spoken in Ireland, Scotland, or the Isle of Man

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Gaelic"
Scotland

a European country in the northern United Kingdom

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Scotland"
Scottish

belonging or relating to Scotland, its people, or the Gaelic language

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Scottish"
Scot

someone who is from Scotland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Scot"
Scottish

a variety of English language spoken in Scotland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Scottish"
Scottish Gaelic

a Celtic language spoken in Scotland, primarily in the Scottish Highlands

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Scottish Gaelic"
Switzerland

a country in Western Central Europe, south of Germany

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Switzerland"
Swiss

a person from Switzerland or an inhabitant of Switzerland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Swiss"
French

the main language of France that is also spoken in parts of other countries such as Canada, Switzerland, Belgium, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "French"
German

the main language in Germany, Austria and parts of Switzerland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "German"
Romansh

one of the four official languages of Switzerland, along with German, French, and Italian

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Romansh"
the Netherlands

a country in the North Western Europe, informally known as Holland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the Netherlands"
Dutch

the main language in the Netherlands

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Dutch"
Dutch

a person from the Netherlands or of Dutch descent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Dutch"
Dutchman

an individual who is from the Netherlands or of Dutch nationality or descent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Dutchman"
Dutch

belonging or relating to the Netherlands, its people, and language

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Dutch"
Belgium

a country in Western Europe bordered by Germany, France, and Luxembourg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Belgium"
Belgian

referring to something or someone from or related to Belgium

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Belgian"
Sweden

a country in Northern Europe and Eastern Scandinavia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Sweden"
Swedish

belonging or relating to Sweden, its people, and language

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Swedish"
Swede

someone who is from Sweden or of Swedish origin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Swede"
Swedish

a North Germanic language spoken primarily in Sweden

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Swedish"
Denmark

a country in Northern Europe in the Scandinavia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Denmark"
Danish

the official language of Denmark, spoken by the majority of the population

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Danish"
Dane

someone from Denmark or of Danish descent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Dane"
Danish

belonging or relating to Denmark, its people, and language

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Danish"
Poland

a country in the Central Europe near the Baltic Sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Poland"
Polish

Poland's official language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Polish"
Pole

someone who is from Poland or their family came from Poland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Pole"
polish

referring to something that is related to Poland, its people, language, culture, or products

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polish"
Finland

a country in Northern Europe bordered by Norway, Sweden, and Russia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Finland"
Finnish

one of Finland's official languages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Finnish"
Finn

a person from Finland or of Finnish descent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Finn"
Finnish

referring to something or someone related to Finland

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Finnish"
Iceland

an island country in the North Atlantic, known for its dramatic volcanic landscapes, glaciers, and geothermal activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Iceland"
Icelander

a person from Iceland, a Nordic island country in the North Atlantic Ocean

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Icelander"
Icelandic

referring to something or someone from or related to Iceland

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Icelandic"
Spain

a country in southwest Europe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Spain"
Spanish

the main language of Spain and many Southern or Central American countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Spanish"
Spanish

relating to Spain or its people or language

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Spanish"
Turkey

a country that is mainly in Western Asia with a small part in Southeast Europe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Turkey"
Turkish

relating to the country, people, culture, or language of Turkey

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Turkish"
Turkish

the main language of Turkey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Turkish"
Turk

someone who is from Turkey or their family came from Turkey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Turk"
New Zealand

a sovereign island country located in the southwestern Pacific Ocean, known for its stunning landscapes and diverse Maori and European cultures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "New Zealand"
New Zealander

referring to something or someone that is of or related to New Zealand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "New Zealander"
Maori

an eastern Polynesian language spoken by the Maori people of New Zealand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Maori"
Afghanistan

a country in Central Asia between Iran and Pakistan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Afghanistan"
Afghanistani

a person from Afghanistan or of Afghan descent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Afghanistani"
Afghan

someone who is a native or citizen of Afghanistan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Afghan"
Pashto

one of the Afghanistan's official languages, which is also the second most-used language in Pakistan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Pashto"
Dari

a dialect of the Persian language that is primarily spoken in Afghanistan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Dari"
Argentina

a country that is in the southern part of South America

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Argentina"
Argentine

relating to Argentina or its people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Argentine"
Argentinian

relating to the country, people, culture, or language of Argentina

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Argentinian"
Peru

a country in western South America

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Peru"
Peruvian

referring to anything or anyone that is related to or originates from Peru

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Peruvian"
Aymara

a language spoken by the Aymara people, primarily in the Andes region of South America, particularly in Bolivia, Peru, and Chile

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Aymara"
Quechua

a family of indigenous languages spoken primarily in the Andes region of South America, especially in Peru, Ecuador, Bolivia, and Colombia, and the language of the ancient Inca Empire

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Quechua"
to bombard

to continuously expose someone to something, such as information, questions, or criticisms

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bombard"
to venture

to undertake a risky or daring journey or course of action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to venture"
to pinpoint

to precisely locate or identify something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pinpoint"
to stalk

to follow, watch, or pursue someone persistently and often secretly, causing them fear or discomfort

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stalk"
to renounce

to reject or disown something previously accepted or claimed, often in a formal or public manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to renounce"
kin

a person's family and relatives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kin"
concession

a contractual agreement that grants a company or individual the right to operate a subsidiary business, such as a store or a kiosk, within the premises of another business or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concession"
gambit

a strategic action or remark that is used to gain an advantage, particularly in the early stages of a situation, game, conversation, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gambit"
frisson

a sudden, intense, and pleasurable feeling of excitement, shiver, fear, or thrill, often accompanied by a tingling sensation on the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frisson"
stature

the height of a person or animal when standing upright

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stature"
stomping ground

a familiar place or location, particularly one where someone often goes to or spends time in

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(stomping|stamping) ground"
accurately

in a way that has no errors or mistakes

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accurately"
robustly

in a way that is strong, sturdy, or capable of withstanding force or pressure

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robustly"
jaded

worn out or tired, especially after excessive work or activity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jaded"
encroaching

gradually and subtly intruding upon or taking over something else, often to the point of causing harm or damage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "encroaching"
diminutive

much smaller than what is normal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diminutive"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek