pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Μονάδα 4 - 4C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - 4Γ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως "αγνοώ", "υγιεινή", "προσωπικό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
to contact

to communicate with someone by calling or writing to them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contact"
to enjoy

to take pleasure or find happiness in something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enjoy"
to help

to give someone what they need

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to help"
to ignore

to intentionally pay no or little attention to someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ignore"
to talk

to tell someone about the feelings or ideas that we have

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to talk"
to try

to make an effort or attempt to do or have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try"
weather

things that are related to air and sky such as temperature, rain, wind, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weather"
attitude

the typical way a person thinks or feels about something or someone, often affecting their behavior and decisions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attitude"
alone

without anyone else

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alone"
uncomfortable

feeling embarrassed, anxious, or uneasy because of a situation or circumstance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncomfortable"
personal

only relating or belonging to one person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personal"
safety

the condition of being protected and not affected by any potential risk or threat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safety"
hygiene

practices that promote cleanliness and health, involving personal care, sanitation, and the maintenance of a clean environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hygiene"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek