pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Ενότητα 3 - 3Α - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - 3Α - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως "θεραπεία", "bandage", "nosebleed" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
stomach

the body part inside our body where the food that we eat goes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stomach"
thigh

the top part of the leg between the hip and the knee

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thigh"
throat

a passage in the neck through which food and air pass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "throat"
thumb

the thick finger that has a different position than the other four

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thumb"
toe

each of the five parts sticking out from the foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toe"
waist

the part of the body between the ribs and hips, which is usually narrower than the parts mentioned

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waist"
wrist

the joint connecting the hand to the arm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrist"
treatment

an action that is done to relieve pain or cure a disease, wound, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treatment"
antibiotic

a drug that is used to destroy bacteria or stop their growth, like Penicillin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antibiotic"
bandage

a piece of cloth that is put around a wound to prevent infections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bandage"
cream

a thick, semi-solid substance used for moisturizing and soothing the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cream"
dressing

a piece of fabric that covers a wound or sore

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dressing"
medicine

the field of science that is concerned with treating injuries and diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medicine"
painkiller

a type of medicine that is used to reduce or relieve pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painkiller"
X-ray

an image of the inside of a body created using X-rays

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "X-ray"
injured

physically harmed or wounded

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injured"
accident

an unexpected and unpleasant event that happens by chance, usually causing damage or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accident"
injury

any physical damage to a part of the body caused by an accident or attack

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injury"
to bang

to accidentally hit or get hit by something that injures or damages a part of one's body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bang"
head

the top part of body, where brain and face are located

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "head"
to break

to become damaged and separated into pieces because of a blow, shock, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break"
bone

any of the hard pieces making up the skeleton in humans and some animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bone"
to bruise

to make injuries, particularly ones caused by a blow, appear on the skin and cause discoloration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bruise"
to burn

to be on fire and be destroyed by it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn"
to cut

to accidentally wound and hurt yourself or others, especially with a sharp object, causing the skin to break and bleed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut"
badly

to a great or serious degree or extent

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "badly"
to have

to suffer from a disease, injury, or pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
nosebleed

the act or instance of blood flowing from the nose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nosebleed"
black eye

an area of bruised skin surrounding the eye caused by a blow or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "black eye"
to sprain

(of a ligament) to be suddenly twisted, which results in much pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sprain"
to twist

to injure a joint, particularly one's ankle or wrist by turning it in an awkward way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to twist"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek