pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Μονάδα 3 - 3F

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - 3ΣΤ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως «ρεκόρ», «επίπεδο», «ομώνυμο» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
homonym

each of two or more words with the same spelling or pronunciation that vary in meaning and origin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homonym"
arm

one of the two body parts that is connected to the shoulder and ends with fingers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arm"
chest

the front part of the body between the neck and the stomach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chest"
clock arm

a part of a clock that moves to indicate the time, such as the hour hand, minute hand, or second hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clock arm"
foot

the body part that is at the end of our leg and we stand and walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foot"
hand

the part of our body that is at the end of our arm and we use to grab, move, or feel things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hand"
head

the top part of body, where brain and face are located

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "head"
to head

to move toward a particular direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to head"
nail

the hard, thin layer on the upper surface of the tip of the finger and toe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail"
exercise

a mental or physical activity that helps keep our mind and body healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exercise"
work

something that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work"
to show

to make something visible or noticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to show"
hard

needing a lot of skill or effort to do

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hard"
record

the best performance or result, or the highest or lowest level that has ever been reached, especially in sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "record"
light

a type of electromagnetic radiation that makes it possible to see, produced by the sun or another source of illumination

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light"
level

a point or position on a scale of quantity, quality, extent, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "level"
rest

a state in which one is free from any sort of activity, work, strain, or responsibility

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rest"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek