pattern

Βιβλίο Solutions - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 7 - 7Ε

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Ε στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Upper-Intermediate, όπως «εξάρτηση», «διαγραφή», «εμμονή» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Upper-Intermediate
addiction

a strong desire to do or have something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "addiction"
demand

an assertive and authoritative appeal for something to be done promptly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demand"
difference

the way that two or more people or things are different from each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "difference"
evidence

anything that proves the truth or possibility of something, such as facts, objects, or signs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evidence"
existence

the fact or state of existing or being objectively real

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "existence"
to increase

to become larger in amount or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to increase"
interest

the desire to find out or learn more about a person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interest"
need

a condition or situation in which something is necessary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "need"
obsession

a strong and uncontrollable interest or attachment to something or someone, causing constant thoughts, intense emotions, and repetitive behaviors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obsession"
belief

a strong feeling of certainty that something or someone exists or is true; a strong feeling that something or someone is right or good

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "belief"
dependence

the state of relying on or needing someone or something for support, help, or survival

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependence"
effect

a change in a person or thing caused by another person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effect"
objection

the act of expressing disapproval or opposition to something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "objection"
preference

a strong liking for one option or choice over another based on personal taste, favor, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preference"
reason

something that explains an action or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reason"
to rise

to move from a lower to a higher position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rise"
solution

a way in which a problem can be solved or dealt with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solution"
to crack down on

to take decisive measures to enforce rules or laws

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crack down on"
to cut back

to decrease something such as size or cost, to make it more efficient, economical, or manageable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut back"
to rip off

to tear or remove something by force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rip off"
to sell out

(of an event) to completely sell all available tickets, seats, leaving none remaining for further purchase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sell out"
to stop off

to make a short visit to a place on the way to another destination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stop off"
to write off

to consider someone or something as having no value or importance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to write off"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek