pattern

Βιβλίο Solutions - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 4 - 4C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - 4Γ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Upper-Intermediate, όπως "sleep rough", "volunteer", "travel light" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Upper-Intermediate
to travel

to go from one location to another, particularly to a far location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to travel"
to do

to perform an action that is not mentioned by name

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
to volunteer

to offer to do something without being forced or without payment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to volunteer"
work

activity that requires physical or mental effort

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work"
off the beaten track

in a place that is very far from where people usually go to

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off the beaten (track|path|route)"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
to sleep rough

to sleep outdoors or in a place that is not intended for accommodation, such as on the streets or in a park, usually without proper bedding or shelter

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [sleep] rough"
to get away

to go on vacation away from home

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get away"
to put up

to construct a building or object in a particular location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up"
tent

a shelter that usually consists of a long sheet of cloth, nylon, etc. supported by poles and ropes fixed to the ground, that we especially use for camping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tent"
to help

to give someone what they need

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to help"
bag

something made of leather, cloth, plastic, or paper that we use to carry things in, particularly when we are traveling or shopping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bag"
lovely

very beautiful or attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lovely"
view

a place or an area that can be seen, and is usually beautiful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "view"
to taste

to be able to recognize the flavor of something by eating or drinking it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to taste"
local

related or belonging to a particular area or place that someone lives in or mentions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "local"
dish

a flat, shallow container for cooking food in or serving it from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dish"
to light

to supply an area or object with illumination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to light"
campfire

an outdoor fire that is typically built at a campsite for warmth, cooking, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "campfire"
to travel light

to travel with only the essential items and no unnecessary baggage

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [travel] light"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek