pattern

Βιβλίο Solutions - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 7 - 7F

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7ΣΤ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Upper-Intermediate, όπως "παραίτηση", "παίζω", "κριτική" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Upper-Intermediate
in charge of

having control or responsibility for someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in charge of"
to cut

to decrease or reduce the amount or quantity of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut"
to promise

to tell someone that one will do something or that a particular event will happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to promise"
to request

to ask for something politely or formally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to request"
to resign

to officially announce one's departure from a job, position, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resign"
to play on

to take advantage of someone's feelings or weaknesses

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play on"
to make out

to understand something, often with effort

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make out"
to hole up

to spend the winter in a state of reduced activity to conserve energy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hole up"
to let on

to reveal information that was meant to be kept a secret

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to let on"
to take in

to provide a place for someone to stay temporarily

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take in"
to find out

to get information about something after actively trying to do so

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find out"
to set up

to establish a fresh entity, such as a company, system, or organization

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set up"
to zoom in

to take a closer look at something by paying attention to it, often by making it bigger or clearer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to zoom in"
to criticize

to point out the faults or weaknesses of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to criticize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek