pattern

Βιβλίο Solutions - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 5 - 5Ε

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - 5Ε στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Upper-Intermediate, όπως "talk into", "fall for", "pack in" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Upper-Intermediate
to talk into

to convince someone to do something they do not want to do

πείθω (peítho), επιβάλλω (epivállo)

πείθω (peítho), επιβάλλω (epivállo)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to talk into"
to turn down

to decline an invitation, request, or offer

απαγόρευσε, απέρριψε

απαγόρευσε, απέρριψε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn down"
to look after

to take care of someone or something and attend to their needs, well-being, or safety

φροντίζω, ήσυχα προσέχω

φροντίζω, ήσυχα προσέχω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look after"
to run into

to meet someone by chance and unexpectedly

συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε

συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run into"
to make up

to create a false or fictional story or information

επινοώ, σκαρφίζομαι

επινοώ, σκαρφίζομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make up"
to take after

to choose someone as an example and follow their behavior or choices

αντιγράφω (antigrafo), μοιάζω (moiazo)

αντιγράφω (antigrafo), μοιάζω (moiazo)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take after"
to ask out

to invite someone on a date, particularly a romantic one

προτείνω ραντεβού, καλώ σε ραντεβού

προτείνω ραντεβού, καλώ σε ραντεβού

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ask out"
to break off

to suddenly stop an activity or an action

διακόπτω, παύω

διακόπτω, παύω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break off"
to chat up

to talk with someone in a playful or romantic way to explore a potential connection

φλερτάρω, συζητώ με παιχνιδιάρικο τρόπο

φλερτάρω, συζητώ με παιχνιδιάρικο τρόπο

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chat up"
to fall for

to be deceived or tricked by someone or something

παγιδεύομαι, ξεγελιέμαι

παγιδεύομαι, ξεγελιέμαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall for"
to get over

to recover from an unpleasant or unhappy experience, particularly an illness

ξεπερνάω, αναρρώνω

ξεπερνάω, αναρρώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get over"
to go off

to experience a loss of interest or liking towards someone or something

χάνω το ενδιαφέρον μου, απομακρύνομαι από

χάνω το ενδιαφέρον μου, απομακρύνομαι από

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go off"
to go out

to leave the house and attend a specific social event to enjoy your time

βγαίνω έξω, πηγαίνω έξω

βγαίνω έξω, πηγαίνω έξω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go out"
to pack in

to do a lot in a short amount of time

συγκεντρώνω (synkrinó), πολλαπλασιάζω το περιεχόμενο (pollaplasiazo to periechómeno)

συγκεντρώνω (synkrinó), πολλαπλασιάζω το περιεχόμενο (pollaplasiazo to periechómeno)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pack in"
to run after

to follow someone or something in an attempt to catch them

κυνηγώ, τρέχω πίσω από

κυνηγώ, τρέχω πίσω από

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run after"
to split up

to end a romantic relationship or marriage

χωρίζω, διαλύω

χωρίζω, διαλύω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to split up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek