pattern

Βιβλίο Solutions - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 6 - 6Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Α στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Upper-Intermediate, όπως "αφρώδης", "πουλερικά", "χτυπήστε" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Upper-Intermediate
food

things that people and animals eat, such as meat or vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food"
health

the general condition of a person's mind or body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "health"
dairy product

milk or foods that are made from milk, such as butter and cheese

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dairy product"
fizzy

(of drinks) carbonated and having bubbles of gas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fizzy"
drink

any liquid that we can drink

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drink"
poultry

turkeys, chickens, geese, ducks, etc. that are kept for their eggs and meat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poultry"
processed

having undergone a specific procedure or treatment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "processed"
pulse

the edible seeds of some plants such as peas, lentils, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pulse"
saturated fat

a type of dietary fat that is solid at room temperature and typically found in animal products such as meat and dairy, as well as in some plant-based oils like coconut and palm oil

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saturated fat"
wholegrain

the entire kernel, providing more nutrients and fiber than processed grains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wholegrain"
to reduce

to make something smaller in amount, degree, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reduce"
to boost

to increase or enhance the amount, level, or intensity of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boost"
to digest

to break down food in the body and to absorb its nutrients and necessary substances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to digest"
consuming

used to describe something that is very strong and has an urgent, powerful effect on one's thoughts, feelings, or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consuming"
to produce

to make something using raw materials or different components

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to produce"
to contain

to have or hold something within or include something as a part of a larger entity or space

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contain"
to burn

to be on fire and be destroyed by it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn"
to control

to have power over a person, company, country, etc. and to decide how things should be done

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to control"
nutrition

the field of science that studies food and drink and their effects on the human body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nutrition"
additive

added to another substance or process, typically with the intention of enhancing or modifying it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "additive"
calcium

a soft silver-white metal that is an important element in bones and teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calcium"
calorie

the unit used to measure the amount of energy that a food produces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calorie"
carbohydrate

a substance that consists of hydrogen, oxygen, and carbon that provide heat and energy for the body, found in foods such as bread, pasta, fruits, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbohydrate"
cholesterol

a substance high in fat and found in blood and most body tissues, a high amount of which correlates with an increased risk of heart disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cholesterol"
fat

(of people or animals) weighing much more than what is thought to be healthy for their body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat"
mineral

a solid, naturally occurring substance with a specific chemical composition, typically found in the earth's crust, such as gold, copper, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mineral"
nutrient

a substance such as a vitamin, protein, fat, etc. that is essential for good health and growth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nutrient"
preservative

a substance that is added to food, cosmetics, or other products to prevent or slow down their spoilage or deterioration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preservative"
protein

a substance found in food such as meat, eggs, seeds, etc. which is an essential part of the diet and keeps the body strong and healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protein"
vitamin

natural substances that are found in food, which the body needs in small amounts to remain healthy, such as vitamin A, B, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vitamin"
to add

to put things together to make them bigger in size or quantity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to add"
to beat

to strike someone repeatedly, usually causing physical harm or injury

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat"
to crush

to forcibly push something against a surface until it breaks or is damaged or disfigured

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crush"
to melt

(of something in solid form) to turn into liquid form by being subjected to heat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to melt"
to pour

to make a container's liquid flow out of it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pour"
to stir

to move a spoon, etc. around in a liquid or other substance to completely mix it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stir"
whisk

‌a handheld object with small pieces of curved wire used for whipping cream or eggs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whisk"
fiber

a type of carbohydrate that cannot be broken down by the body and instead helps regulate bowel movements and maintain a healthy digestive system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiber"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek