pattern

Βιβλίο Solutions - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 6 - 6F

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6F στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Upper-Intermediate, όπως "μερίδα", "εθιστικό", "δύναμη της θέλησης" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Upper-Intermediate
dish

a flat, shallow container for cooking food in or serving it from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dish"
leftover

a remaining portion of something, often used to describe food that has not been eaten or a material that has not been used up

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leftover"
menu

a list of the different food available for a meal in a restaurant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "menu"
amount

the total number or quantity of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amount"
slice

a small cut of a larger portion such as a piece of cake, pizza, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slice"
portion

an amount of food served to one person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "portion"
diet

the types of food or drink that people or animals usually consume

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diet"
flavor

the specific taste that a type of food or drink has

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flavor"
addictive

(of a substance, activity, behavior, etc.) causing strong dependency, making it difficult for a person to stop using or engaging in it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "addictive"
cheap

having a low price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheap"
convenient

favorable or well-suited for a specific purpose or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convenient"
expensive

having a high price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
fresh

(of food) recently harvested, caught, or made

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fresh"
high-calorie

(of food or drink) containing a significant amount of calories

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-calorie"
low-calorie

(of food or drink) containing a small amount of calories

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low-calorie"
processed

(of food) altered in some way from its original state through various methods such as canning, freezing, or adding preservatives

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "processed"
tasty

having a flavor that is pleasent to eat or drink

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tasty"
value

the worth of something in money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "value"
fat

(of people or animals) weighing much more than what is thought to be healthy for their body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat"
free choice

freedom to make a decision or choose a course of action without external constraint or influence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free choice"
ingredient

any of the foods that is used in making a dish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingredient"
salt

a natural, white substance, obtained from mines and also found in seawater that is added to the food to make it taste better or to preserve it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salt"
sugar

a sweet white or brown substance that is obtained from plants and used to make food and drinks sweet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sugar"
willpower

the ability to control one's own behavior, actions, and decision-making through the exercise of conscious effort and self-discipline

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "willpower"
fiber

a type of carbohydrate that cannot be broken down by the body and instead helps regulate bowel movements and maintain a healthy digestive system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiber"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek