pattern

Βιβλίο Four Corners 4 - Ενότητα 12 Μάθημα Γ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 12 Μάθημα Γ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 4, όπως "ιατρείο", "αναψυχή", "ιατρικό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 4
beautiful

extremely pleasing to the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beautiful"
project

a specific task or undertaking that requires effort to complete

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "project"
community

a group of people who live in the same area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "community"
attractive

having features or characteristics that are pleasing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attractive"
garden

a piece of land where flowers, trees, and other plants are grown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garden"
to grow

(of a plant) to naturally exist and develop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow"
vegetable

a plant or a part of it that we can eat either raw or cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetable"
health

the general condition of a person's mind or body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "health"
clinic

a part of a hospital or a healthcare facility that provides care for patients who do not require an overnight stay

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clinic"
medical

related to medicine, treating illnesses, and health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medical"
neighborhood

the area around someone, somewhere, or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neighborhood"
watch

a person whose duty is to protect a person or thing by observing them carefully

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "watch"
to limit

to not let something increase in amount or number

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to limit"
crime

an unlawful act that is punishable by the legal system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crime"
public library

a free community resource that offers a wide variety of books, media, and other educational materials for people to borrow and use for personal and educational purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "public library"
everyone

every single person in a group, community, or society, without exception

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "everyone"
recreation

things done in one's free time for pleasure or enjoyment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recreation"
center

the middle part or point of an area or object

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "center"
to build

to put together different materials such as brick to make a building, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to build"
recycling

the process of making waste products usable again

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recycling"
used

previously owned or utilized by someone else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "used"
material

a substance from which things can be made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "material"
improvement

the action or process of making something better

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "improvement"
although

used to introduce a contrast to what has just been said

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "although"
because of

used to introduce the reason of something happening

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "because of"
if

used to say that something happening, existing, etc. depends on another thing happening, existing, etc.

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "if"
so

used to emphasize that how much or how intense something is by talking about what happens as a result

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "so"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek