pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 22

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
unremitting

maintaining constant intensity over time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unremitting"
to unravel

to undo or separate the strands of something that is woven or knitted

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unravel"
unimpeachable

reliable and true to the point of being unquestionable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unimpeachable"
servitude

a condition in which individuals are forced to work or provide services against their will, without the ability to freely leave or negotiate their conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "servitude"
servile

submissive or fawning in attitude or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "servile"
competence

The ability to perform tasks effectively and efficiently, demonstrating both physical and intellectual readiness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competence"
competent

possessing the needed skills or knowledge to do something well

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competent"
competitor

someone who competes with others in a sport event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competitor"
to evoke

to call forth or elicit emotions, feelings, or responses, often in a powerful or vivid manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evoke"
evocation

the act of imaginatively recreating something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evocation"
amphitheater

an open building that is round or oval in shape and has a space in the middle surrounded by several seats, originated in ancient Roman and Greek architecture used for public entertainments such as sports or drama

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amphitheater"
amphibious

operating or living on land and in water

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amphibious"
to dissatisfy

fail to satisfy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dissatisfy"
dissimilar

(of two or more things) not having common qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissimilar"
disputation

the formal presentation of a stated proposition and the opposition to it (usually followed by a vote)

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disputation"
disputatious

inclined or showing an inclination to dispute or disagree, even to engage in law suits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disputatious"
to pervade

to spread throughout and be present in every part of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pervade"
pervasive

spreading or existing throughout something, and usually unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pervasive"
perverse

marked by a disposition to oppose and contradict

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perverse"
perversion

the action of perverting something (turning it to a wrong use)

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perversion"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek