pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 32

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
to diffuse

to spread across an area or through different channels

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to diffuse"
diffusion

the process of spreading or dispersing something widely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diffusion"
invalid

someone who is disabled or frail and cannot care for themselves, often due to a chronic illness or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invalid"
to invalidate

to cancel the legal power or effect of a document or action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invalidate"
sidelong

(used especially of glances) directed to one side with or as if with doubt or suspicion or envy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sidelong"
sidereal

(of divisions of time) determined by daily motion of the stars

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sidereal"
to sidetrack

wander from a direct or straight course

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sidetrack"
proxy

a person authorized to act for another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proxy"
proximity

the immediate surrounding or area that is near or close around a person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proximity"
to course

(of a liquid) to move steadily

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to course"
courser

a huntsman who hunts small animals with fast dogs that use sight rather than scent to follow their prey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "courser"
alias

a name that has been assumed temporarily

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alias"
alibi

proof that indicates a person was somewhere other than the place where a crime took place and therefore could not have committed it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alibi"
alien

someone who is not a citizen of the country they reside in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alien"
to alienate

to make someone feel uncomfortable or distant from a situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alienate"
palisade

a defensive fence or barrier made of closely spaced wooden stakes or iron rails

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palisade"
suave

(typically of men) very polite and charming

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suave"
suasion

the act of persuading (or attempting to persuade); communication intended to induce belief or action

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suasion"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek