pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 28

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
to comprise

to form or be the parts that create a complete whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to comprise"
to compromise

to settle a disagreement or conflict by both sides making concessions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compromise"
exceptionable

liable to objection or debate; used of something one might take exception to

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exceptionable"
to exempt

to officially excuse someone from a requirement or obligation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exempt"
meritocracy

the belief that rulers should be chosen for their superior abilities and not because of their wealth or birth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meritocracy"
meritorious

deserving praise or compensation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meritorious"
prospector

someone who explores an area for mineral deposits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prospector"
prospectus

a descriptive catalog or booklet providing information about the courses, programs, and other offerings available at a college or university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prospectus"
to berate

to criticize someone angrily and harshly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to berate"
beret

a soft and round cap that is flat and has no brim, usually made of wool or crocheted cotton

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beret"
freemason

a member of a widespread secret fraternal order pledged to mutual assistance and brotherly love

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freemason"
freethinker

someone who prioritizes their own opinions, ideas, and beliefs over other people's, especially about religion or politics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freethinker"
intestate

having made no legally valid will before death or not disposed of by a legal will

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intestate"
intestine

a long, continuous tube in the body through which the food coming from the stomach moves and is passed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intestine"
to dissolve

(of a solid) to become one with a liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dissolve"
dissolution

the formal ending of a business agreement, marriage, parliament, organization, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissolution"
dissolute

unrestrained by convention or morality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissolute"
pharmacy

a shop where medicines are sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pharmacy"
pharmacopoeia

a collection or stock of drugs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pharmacopoeia"
pharmaceutic

of or relating to pharmacy or pharmacists

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pharmaceutic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek