pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 23

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
vocable

a word that is spoken aloud

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vocable"
vocation

the particular occupation for which you are trained

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vocation"
schism

a division between a group of people caused by their disagreement over beliefs or views

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "schism"
scathing

severely critical or harsh

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scathing"
convertible

designed to be changed from one use or form to another

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convertible"
conversion

the process of changing or transforming something from one form, purpose, or belief to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conversion"
conversant

knowledgeable or experienced with something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conversant"
to erode

(of natural forces such as wind, water, or other environmental factors) to gradually wear away or diminish the surface of a material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to erode"
erasure

deletion by an act of expunging or erasing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "erasure"
to inebriate

make drunk (with alcoholic drinks)

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inebriate"
inebriation

a temporary state resulting from excessive consumption of alcohol

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inebriation"
pert

lively, bold, and confident in a playful or appealing way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pert"
to pertain

to be applicable, connected, or relevant to a particular subject, circumstance, or situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pertain"
pertinacious

steadfastly continuing to do or believe something, even when it gets difficult

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pertinacious"
pertinacity

the quality of having determination to continue doing or believing something in spite of any opposition or hardships

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pertinacity"
pertinent

having precise or logical relevance to the matter at hand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pertinent"
famine

a situation where there is not enough food that causes hunger and death

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "famine"
to famish

be hungry; go without food

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to famish"
to emancipate

to free someone from slavery or forced labor, giving them freedom and independence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emancipate"
to emanate

to come out or flow, often from a specific source

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emanate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek