pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 30

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
difference

the way that two or more people or things are different from each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "difference"
differentia

distinguishing characteristics (especially in different species of a genus)

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "differentia"
differential

different in comparison to something else based on the circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "differential"
to differentiate

to be something that marks two things or people as completely distinguished or different

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to differentiate"
to preempt

to render a plan or action ineffective or unnecessary by doing something before it happens

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to preempt"
to preexist

to exist before a specific event, object, or condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to preexist"
premonition

a feeling of evil to come

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "premonition"
presage

a foreboding about what is about to happen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "presage"
riddance

the act of forcing out someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "riddance"
riddled

(often followed by `with') damaged throughout by numerous perforations or holes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "riddled"
to ridicule

to make fun of or mock someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ridicule"
to circulate

to constantly move around a gas, air, or liquid inside a closed area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to circulate"
circuitous

deviating from a straight course

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circuitous"
indefatigable

showing sustained enthusiastic action with unflagging vitality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indefatigable"
infrequent

happening at irregular intervals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infrequent"
to infringe

to violate someone's rights or property

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to infringe"
inimitable

beyond imitation due to being unique and of high quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inimitable"
insuperable

cannot be surpassed or dealt with

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insuperable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek