pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 24

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
sacred

connected with God or a god, and considered holy or deeply respected in religious contexts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sacred"
sacrilege

the act of disrespectfully treating a sacred item or place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sacrilege"
to requite

to give something as a reward or compensation for services, favors, or achievements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to requite"
requital

an act of requiting; returning in kind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "requital"
requisite

required for a particular purpose or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "requisite"
prohibitory

tending to discourage (especially of prices)

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prohibitory"
prohibition

a law forbidding the sale of alcoholic beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prohibition"
immense

extremely large or vast in physical size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immense"
to immerse

to completely put something into a liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to immerse"
imminent

(particularly of something unpleasant) likely to take place in the near future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imminent"
to immolate

offer as a sacrifice by killing or by giving up to destruction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to immolate"
immoral

acting in a way that goes against accepted moral standards or principles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immoral"
to immortalize

make famous forever

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to immortalize"
to immure

to take a person or thing to a confined space and trap them there

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to immure"
immutable

unable to be changed or altered, remaining constant and unchanging over time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immutable"
to despond

to feel extremely discouraged, disheartened, or in low spirits

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to despond"
despondent

feeling hopeless, discouraged, or in low spirits, often due to a sense of failure or loss

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "despondent"
to convulse

cause to contract

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convulse"
convulsion

violent uncontrollable contractions of muscles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convulsion"
convulsive

marked by sudden, involuntary, and jerky muscular contractions or spasms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convulsive"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek