pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 4 - Μάθημα 38

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 4
adjacent

situated next to or near something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adjacent"
to adjourn

(an event or meeting) to be closed or temporarily paused

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adjourn"
adjunct

something added to another thing but not an essential part of it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adjunct"
to bestow

to present or give something, often with a sense of honor or generosity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bestow"
to bestrew

cover by strewing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bestrew"
to compensate

to pay someone for the work they have done

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compensate"
complacent

overly satisfied or content with one's current situation or achievements, often to the point of neglecting potential risks or improvements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complacent"
complaisant

willing to please others without question

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complaisant"
to betide

to take place, especially in a way that seems inevitable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to betide"
to bethink

cause oneself to consider something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bethink"
betimes

used to refer to something happening earlier than expected or before the usual time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "betimes"
to contend

to argue the truth of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contend"
contender

a person or team trying to win something in a contest, especially one with a strong chance of winning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contender"
diplomacy

subtly skillful handling of a situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diplomacy"
diplomat

an official representing a country's government in foreign relations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diplomat"
diplomatic

related to the work of keeping or creating friendly relationships between countries

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diplomatic"
diplomatist

an official engaged in international negotiations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diplomatist"
monetary

relating to money or currency

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monetary"
monarch

a person who has the power to rule over a kingdom or empire, especially someone who inherits this power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monarch"
monetarism

the theory or policy of controlling the amount of money in circulation as the preferred method of stabilizing the economy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monetarism"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek