pattern

Βιβλίο Interchange - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 6 - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Upper-Intermediate, όπως "anecdote", "stained", "dent" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Upper-intermediate
damaged

(of a person or thing) harmed or spoiled

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "damaged"
to chip

to break a small piece off something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chip"
stained

marked or discolored by a substance that is difficult to remove

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stained"
to scratch

to make small cuts or marks on a surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scratch"
hole

an empty space in the body or surface of something solid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hole"
to tear

to forcibly pull something apart into pieces

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tear"
to break

to separate something into more pieces, often in a sudden way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break"
to crack

to break on the surface without falling into separate pieces

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crack"
to dent

make a hollow in a surface, usually by applying pressure or force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dent"
to adjust

to slightly alter or move something in order to improve it or make it work better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adjust"
to stick

to fix an object to another, usually with glue or another similar substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stick"
to crash

to suddenly experience a significant failure or halt in a system, process, or operation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crash"
to skip

to not do an activity on purpose, particularly one that one is supposed to do or usually does

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skip"
to freeze

to become hard or turn to ice because of reaching or going below 0° Celsius

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to freeze"
to die

to no longer be alive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to die"
to jam

to forcibly push or cram something into a tight or confined space

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jam"
to drop

to let or make something fall to the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drop"
private

used by or belonging to only a particular individual, group, institution, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "private"
to confirm

to show or say that something is the case, particularly by providing proof

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confirm"
to spot

to notice or see someone or something that is hard to do so

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spot"
to alert

to warn someone of a possible danger, problem, or situation that requires their attention

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alert"
cancellation

the act of stopping or ending an event, service, agreement, or order that was previously planned or arranged

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cancellation"
to realize

to have a sudden or complete understanding of a fact or situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to realize"
state

a person or thing's condition at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "state"
schedule

a plan or timetable outlining the sequence of events or activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "schedule"
fee

the money that is paid to a professional or an organization for their services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fee"
passenger

someone traveling in a vehicle, aircraft, ship, etc. who is not the pilot, driver, or a crew member

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passenger"
loss

the state or process of losing a person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loss"
representative

someone who works for a company, representing the company's product

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "representative"
policy

a set of ideas or a plan of action that has been chosen officially by a group of people, an organization, a political party, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "policy"
notification

the act of officially informing someone about something, usually in writing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notification"
anecdote

a short interesting story about a real event or person, often biographical

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anecdote"
attention

the act of taking notice of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attention"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek