pattern

Ρήματα Κίνησης - Ρήματα για κίνηση με χωρισμό

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε κίνηση με διαχωρισμό όπως "tumble", "jump" και "fall".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Movement
to fall

to quickly move from a higher place toward the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall"
to fall over

to lose one's balance and fall to the ground, typically by accident or as a result of tripping

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall over"
to fall into

to accidentally enter something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall into"
to fall down

to fall to the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall down"
to fall off

to fall from a particular position to the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall off"
to tumble

to fall or move in a clumsy, uncontrolled manner, often rolling or turning over

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tumble"
to plummet

to fall to the ground rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plummet"
to topple

to fall or collapse, often due to instability or lack of support

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to topple"
to plop

to fall or drop with a soft, muffled sound

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plop"
to stumble

to accidentally hit something with one's foot and almost fall

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stumble"
to trip

to slip or hit something with the foot accidentally that makes one fall or lose balance momentarily

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trip"
to trip over

to lose balance and almost fall by accidentally colliding with an object while walking or running

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trip over"
to descend

to move toward a lower level

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to descend"
to jump

to push yourself off the ground or away from something and up into the air by using your legs and feet

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jump"
to bounce

to jump up and down over and over again, especially on a stretchy surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bounce"
to spring

to make a sudden and quick move forward

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spring"
to hop

to jump using one leg

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hop"
to leap

to jump very high or over a long distance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leap"
to vault

to leap or spring over an obstacle with the aid of hands or a pole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vault"
to skip

to jump quickly and slightly while walking

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skip"
to caper

to skip or dance about in a lively or playful manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to caper"
to frisk

to move about playfully or energetically

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to frisk"
to bound

to leap or spring forward with energy and enthusiasm, often with all feet leaving the ground simultaneously

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bound"
to bob

to move or oscillate in a quick, short, and repetitive manner, often in an up-and-down motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bob"
to jump off

to physically leap from a higher point or platform, typically with the intention of landing at a lower location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jump off"
to parachute

to descend or drop using a device designed to slow down the fall of a person or object through the air

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to parachute"
to fall out

to detach from a surface or object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek