pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Off' & 'In' - Ολοκλήρωση, ακύρωση ή καθυστέρηση (Απενεργοποίηση)

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Off' & 'In'
to beat off

to pass the time without doing anything important or productive

σπαταλώ χρόνο, ξοδεύω χρόνο

σπαταλώ χρόνο, ξοδεύω χρόνο

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat off"
to call off

to cancel what has been planned

ακυρώνω, αναιρώ

ακυρώνω, αναιρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to call off"
to check off

to put a check mark on or near an item to show it is done or verified

τσεκάρω, σήμαινα

τσεκάρω, σήμαινα

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to check off"
to cross off

to mark an item or task on a list as completed or canceled by drawing a line through it

διαγράφω, διαγράφομαι

διαγράφω, διαγράφομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cross off"
to cry off

to cancel a commitment or obligation, often at the last minute, by providing an excuse

ανακαλώ, απόσυρω

ανακαλώ, απόσυρω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cry off"
to finish off

to complete or finalize something, especially in a successful or satisfying manner

ολοκληρώνω, τελειώνω

ολοκληρώνω, τελειώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to finish off"
to leave off

to conclude or cease, often in an abrupt or incomplete manner

παύω, σταματώ

παύω, σταματώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave off"
to polish off

to complete a task thoroughly

ολοκληρώνω, τελειώνω

ολοκληρώνω, τελειώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to polish off"
to put off

to avoid dealing with something, such as a responsibility or an issue

αναβάλλω, αποφεύγω

αναβάλλω, αποφεύγω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put off"
to rain off

to cancel or postpone a match or game due to heavy rain or unfavorable weather conditions

αναβάλλω λόγω βροχής, ακυρώνω λόγω βροχής

αναβάλλω λόγω βροχής, ακυρώνω λόγω βροχής

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rain off"
to ring off

to end a phone call

κλείνω το τηλέφωνο, κάνω τερματισμό κλήσης

κλείνω το τηλέφωνο, κάνω τερματισμό κλήσης

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ring off"
to round off

to conclude an event or activity in a satisfying manner

ολοκληρώνω, περατώνω

ολοκληρώνω, περατώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to round off"
to sign off

to write the final message at the end of the letter or email that counts as one's signature

υπογράψω, κλείσω

υπογράψω, κλείσω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sign off"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek