pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Off' & 'In' - Δολοφονία, καταστροφή, εξαπάτηση (Απενεργοποίηση)

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Off' & 'In'
to bump off

to kill someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bump off"
to carry off

(of an illness) to cause the death of a person or many people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry off"
to go off

(of a gun, bomb, etc.) to be fired or to explode

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go off"
to kill off

to cause the death of a character in a work of fiction, typically for dramatic effects or to advance the plot

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kill off"
to knock off

to take someone's life, typically in association with criminal activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to knock off"
to let off

to cause an explosive weapon to discharge

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to let off"
to palm off

to dispose of something by giving or selling it to someone else though persuasion or deception

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to palm off"
to pass off

to present oneself or something as someone or something else in a deceptive manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass off"
to pick off

to target and shoot individuals one after another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick off"
to play off

to pretend not to be affected by a certain emotion or reaction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play off"
to polish off

to kill someone intentionally and with prior planning

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to polish off"
to set off

to activate a bomb, an explosive, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set off"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek