pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Off' & 'In' - Αφαίρεση ή διαχωρισμός (Απενεργοποίηση)

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Off' & 'In'
to blow off

to become detached due to an explosion or a strong force

ανατινάζω, σπάω

ανατινάζω, σπάω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blow off"
to boil off

to remove something through the process of boiling

βράσιμος, εξάτμιση

βράσιμος, εξάτμιση

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boil off"
to branch off

(of a path or road) to split into another direction, creating a separate route

διακλαδίζομαι, αποκλίνω

διακλαδίζομαι, αποκλίνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to branch off"
to break off

to use force to separate one thing from another

σπάω, αποσπώ

σπάω, αποσπώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break off"
to burn off

to use a flame to remove something

καίω (kéo), καύση (káfsi)

καίω (kéo), καύση (káfsi)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn off"
to chop off

to cut or remove something, usually with a quick and forceful action

κόβω, αφαιρώ

κόβω, αφαιρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chop off"
to clear off

to remove something from a surface, area, etc. and make it clean

καθαρίζω, αφαιρώ

καθαρίζω, αφαιρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clear off"
to come off

(of a portion or piece) to become detached or separated from a larger whole

ξεκολλώ, αποκολλώ

ξεκολλώ, αποκολλώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come off"
to cut off

to use a sharp object like scissors or a knife on something to remove a piece from its edge or ends

κόβω, αφαιρώ

κόβω, αφαιρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut off"
to fling off

to forcefully or quickly remove something

αφαιρώ (afaeró), ξεφορτώνω (xefortóno)

αφαιρώ (afaeró), ξεφορτώνω (xefortóno)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fling off"
to hive off

to separate a part of a business, organization, or group to create a new, independent entity

χωρίζω, διαχωρίζω

χωρίζω, διαχωρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hive off"
to lay off

to dismiss employees due to financial difficulties or reduced workload

απολύω, περικόπτω

απολύω, περικόπτω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lay off"
to lop off

to cut or remove something, especially in a quick or forceful manner

κόβω, αφαιρώ

κόβω, αφαιρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lop off"
to pair off

to group into sets of two

ζευγαρώνω, συνδυάζω

ζευγαρώνω, συνδυάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pair off"
to pick off

to quickly and sharply remove something

ξεκολλάω, αφαιρώ

ξεκολλάω, αφαιρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick off"
to partition off

to divide a space or area using a partition, wall, or similar barrier

διαχωρίζω, χωρίζω

διαχωρίζω, χωρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to partition off"
to pull off

to remove something, such as clothing or a covering, by pulling it away

αφαιρώ, βγάζω

αφαιρώ, βγάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull off"
to rip off

to tear or remove something by force

ξεκολλώ, σπάω

ξεκολλώ, σπάω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rip off"
to separate off

to remove a specific item from a larger group

απομονώνω, διαιρώ

απομονώνω, διαιρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to separate off"
to shake off

to physically remove something by shaking

να αποτινάξει, να κουνήσει

να αποτινάξει, να κουνήσει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shake off"
to split off

to leave a group or political party because of differences

διαχωρίζω, αποχωρώ

διαχωρίζω, αποχωρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to split off"
to take off

to remove a piece of clothing or accessory from your or another's body

αφαιρώ, βγάζω

αφαιρώ, βγάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take off"
to throw off

to eliminate something unwanted or challenging

ξεφορτώνομαι, απαλλαγή από

ξεφορτώνομαι, απαλλαγή από

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throw off"
to wash off

to remove something, like dirt or stains, using water or cleaning products

ξεπλύνω, πλένω

ξεπλύνω, πλένω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wash off"
to strip off

to remove clothing or covering quickly or completely

ξεγυμνώνω, αφαιρώ ενδύματα

ξεγυμνώνω, αφαιρώ ενδύματα

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strip off"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek