pattern

Εμφάνιση - Λέξεις που σχετίζονται με τα μαλλιά

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα μαλλιά, όπως "μπούκλα", "σπαστό τέλος" και "hairline".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Appearance
bad hair day

a day on which one feels unattractive, particularly due to one's hair not looking as well as it should

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bad hair day"
split end

a hair on the head that its tip has been divided into two parts because it is dry or in a poor condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "split end"
cowlick

a piece of hair that grows in a different direction from the rest and sticks out on the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cowlick"
curl

a lock of hair that is curved

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curl"
bedhead

the messy or tousled appearance of a person's hair after they have just woken up from sleep or after spending time in bed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bedhead"
body

fullness of the texture of someone's hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body"
bounce

thickness and health of the hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bounce"
lock

a piece of hair that lies on the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lock"
down

hair that is thin, soft, and short on someone's face or body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "down"
hairy

having a lot of hair

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairy"
tone

a particular variation of a color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tone"
part

a line on the head that is made when the hair is combed into two separate sections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "part"
to part

to divide someone's hair in two parts with a comb creating a line on the scalp

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to part"
to wear

to have a particular style of hair, beard, or mustache

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wear"
to recede

(of a man's hair) to cease to grow and become bald from the front hairline

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recede"
pate

the top of the head, especially of a bald person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pate"
tress

a long strand of a woman's hair, sometimes braided

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tress"
strand

a single slender thread of something such as a fiber, hair, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strand"
tendril

a thin and curled piece of something, especially of hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tendril"
tangle

a matted or twisted mass that is highly intertwined

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tangle"
wave

a loose curl or ringlet in hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wave"
wisp

a small thin bunch of something, such as hair, grass, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wisp"
thatch

the untidy and thick hair on someone's head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thatch"
streak

a long thin line or mark on something that has a different color from the background

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "streak"
shock

a bushy mass of hair on someone's head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shock"
ringlet

a long strand of hair that hangs down in curls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ringlet"
mop

a mass of thick hair which is often untidy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mop"
hairline

the edge of the forehead where the hair begins to grow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairline"
dreadlock

a rope-like piece of hair formed by twisting or braiding hair, known to be worn by Rastafarians

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dreadlock"
to thin

to reduce the density of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thin"
alopecia

a medical condition characterized by hair loss or baldness, which can occur on the scalp or other parts of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alopecia"
tuft

a bunch of threads, hair, etc. that are growing together, joined at the base

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tuft"
to gray

to change to a gray color or to grow gray naturally over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gray"
forelock

a lock of hair that grows or hangs over the forehead, typically longer than the rest of the hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forelock"
to head of hair

all the hair on a person's scalp, which can vary in thickness, length, color, and texture

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to head of hair"
male pattern baldness

a common genetic condition characterized by gradual hair loss in a specific pattern on the scalp, typically starting with a receding hairline and thinning on the crown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "male pattern baldness"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek