pattern

Αγγλικά και Γνώση του Κόσμου για το ACT - Προσωρινοί και σχετικοί ρόλοι

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με προσωρινούς και σχετικούς ρόλους, όπως "κρατούμενος", "ανακριτής", "εκτός" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for English and World Knowledge
passer-by

someone who happens to be walking past a particular person, place, or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passer-by"
pedestrian

a person who is on foot and not in or on a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedestrian"
bystander

a person who is present at an event or incident but does not take part in it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bystander"
peer

a person of the same age, social status, or capability as another specified individual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peer"
spectator

a person who watches sport competitions closely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spectator"
commuter

a person who regularly travels to city for work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commuter"
outsider

a person who is not a member of a particular group, society, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outsider"
companion

a person or animal with which one travels or spends a lot of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "companion"
colleague

someone with whom one works

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colleague"
applicant

someone who formally applies for something, particularly a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "applicant"
respondent

a person who answers or reacts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "respondent"
recipient

someone who receives something or to whom something is awarded

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recipient"
beneficiary

a person who receives money or benefits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beneficiary"
apprentice

someone who works for a skilled person for a specific period of time to learn their skills, usually earning a low income

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apprentice"
ridership

the number of people who use a particular form of public transportation over a given period

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ridership"
clientele

all the customers collectively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clientele"
inmate

a person who resides in a shared living space, such as a household, institution, or facility

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inmate"
mentor

a reliable and experienced person who helps those with less experience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mentor"
renegade

someone who rejects conventional behavior or allegiance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "renegade"
representative

a person who acts on behalf of a group of people, especially in a legislative or official role

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "representative"
guardian

a person or thing that is responsible for the care, safety, and maintenance of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guardian"
donor

someone or something that gives money, clothes, etc. to a charity for free

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "donor"
newlywed

someone who has recently gotten married

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "newlywed"
valedictorian

an elite student with the highest grade throughout school that gets chosen to give a speech at their graduation ceremony

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valedictorian"
steward

a person who manages and oversees the property, finances, or affairs of another person or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steward"
expat

a person who resides outside their native country, often for work or personal reasons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expat"
veteran

a former member of the armed forces who has fought in a war

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "veteran"
caregiver

someone who looks after a child or an old, sick, or disabled person at home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caregiver"
enrollee

a person who is registered or signed up for a course, program, or institution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enrollee"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek