pattern

Αγγλικά και Γνώση του Κόσμου για το ACT - ΦΥΣΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τον φυσικό κόσμο, όπως «dought», «canopy», «preen» κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for English and World Knowledge
prey

an animal that is hunted and eaten by another animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prey"
rind

the tough outer covering or skin of a fruit or vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rind"
drought

a long period of time when there is not much raining

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drought"
gust

a drastic and sudden rush of wind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gust"
snowpack

the accumulation of compressed layers of snow on the ground in regions where snowfall is common

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snowpack"
shrub

a large woody plant with several main stems emerging from the ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shrub"
twig

a small and thin branch of a tree stemmed from another branch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "twig"
gravity hill

a location where the surrounding landscape creates an optical illusion, making a gentle downhill slope appear as if it is an uphill slope

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gravity hill"
canopy

the upper layer of trees in a forest that creates a dense cover with interlocking leaves; offering shade and shelter in the ecosystem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "canopy"
avalanche

large amounts of snow falling from mountains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "avalanche"
plume

a large, feathery structure or arrangement, typically found on birds, often used for display or flight

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plume"
wildlife refuge

a protected area designated for the conservation of wild animals and their natural habitats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wildlife refuge"
offspring

the child or children of a particular person or animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offspring"
underbrush

the dense, low-growing vegetation beneath the canopy of trees in a forest, consisting of shrubs, bushes, and small plants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underbrush"
burrow

a hole that an animal digs in the ground to use as a shelter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burrow"
aquamarine

a clear semi-precious gemstone consisting beryllium, with a light blue to green range of color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aquamarine"
pelt

the skin of an animal with the fur, wool, or hair still covering it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pelt"
moisture

the presence of liquid, typically water, in a state of wetness or dampness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moisture"
blizzard

a storm with heavy snowfall and strong winds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blizzard"
resin

a sticky, organic substance exuded by certain plants and trees, often used in varnishes, adhesives, and incense

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resin"
maw

the mouth, throat, or gullet, particularly of a carnivorous animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maw"
poultry

turkeys, chickens, geese, ducks, etc. that are kept for their eggs and meat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poultry"
sapling

a small and young tree

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sapling"
progeny

one or all the descendants of an ancestor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "progeny"
vitality

the capacity of living things for survival, growth, and sustained health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vitality"
slumber

a state of deep, restful sleep, often associated with peace and rejuvenation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slumber"
luxuriant

characterized by abundant and rich growth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luxuriant"
edible

safe or suitable for eating

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "edible"
balmy

pleasantly warm, mild, and soothing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balmy"
hybrid

created through the breeding of two different species, varieties, or breeds

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hybrid"
premature

(of a baby) born before completing the normal full-term pregnancy length

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "premature"
to germinate

to start to grow, producing buds or branches

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to germinate"
to howl

(of an animal such as a dog or wolf) to make a loud and prolonged sound or cry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to howl"
to perch

(of a bird) to land and rest on something, such as a branch, bar, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perch"
to leach

to remove or drain away nutrients or minerals from soil or another substance through the action of liquid, typically water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leach"
to roost

(birds or bats) to settle or rest on a perch or in a shelter for sleep or rest

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to roost"
to graze

(of sheep, cows, etc.) to feed on the grass in a field

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to graze"
to peck

(of a bird) to move the beak in a sudden movement and bite something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to peck"
to fell

to cut down or bring down, typically referring to trees

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fell"
to preen

to groom oneself or another individual by straightening and cleaning the feathers or fur using the beak or tongue

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to preen"
to flutter

to move or flap rapidly and lightly, typically referring to the motion of wings, leaves, or other flexible objects

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flutter"
to rear

to raise and care for a child until they are grown

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rear"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek