pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Εργασιακός βίος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την επαγγελματική ζωή, όπως «διορίζω», «συνεργάζομαι», «προσλαμβάνω» κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Γ1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
to ace

to perform extremely well in something, especially a test

πετυχαίνω άριστα, επιτυγχάνω εξαιρετικά

πετυχαίνω άριστα, επιτυγχάνω εξαιρετικά

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ace"
to appoint

to give a responsibility or job to someone

διορίζω, τοποθετώ

διορίζω, τοποθετώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appoint"
to collaborate

to work with someone else in order to create something or reach the same goal

συνεργάζομαι, συμπράττω

συνεργάζομαι, συμπράττω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to collaborate"
to commence

to start happening or being

αρχίζω, ξεκινώ

αρχίζω, ξεκινώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commence"
to follow up

to investigate further based on information or suggestions provided by someone

ακολουθώ (akolouthó), παρακολουθώ (parakolouthó)

ακολουθώ (akolouthó), παρακολουθώ (parakolouthó)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to follow up"
to multitask

to simultaneously do more than one thing

πολλαπλή εργασία, ταυτόχρονη εργασία

πολλαπλή εργασία, ταυτόχρονη εργασία

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to multitask"
to postpone

to arrange or put off an activity or an event for a later time than its original schedule

αναβάλλω, μεταθέτω

αναβάλλω, μεταθέτω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to postpone"
to recruit

to employ people for a company, etc.

προσλαμβάνω, στρατολογώ

προσλαμβάνω, στρατολογώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recruit"
to resign

to officially announce one's departure from a job, position, etc.

παραιτούμαι, παραιτήθηκα

παραιτούμαι, παραιτήθηκα

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resign"
hectic

extremely busy and chaotic

χαοτικός, φορτωμένος

χαοτικός, φορτωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hectic"
intensive

(in business) concentrating on or using something a lot, such as a piece of equipment, etc.

εντατικός, συμπυκνωμένος

εντατικός, συμπυκνωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intensive"
monotonous

boring because of being the same thing all the time

μονοτονικός, μονότονος

μονοτονικός, μονότονος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monotonous"
one-on-one

(of an activity) between only two people

ατομικός, προσωπικός

ατομικός, προσωπικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "one-on-one"
stimulating

causing excitement, interest, or activity, often through intellectual or emotional engagement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stimulating"
tedious

boring and repetitive, often causing frustration or weariness due to a lack of variety or interest

βαρετός, κουραστικός

βαρετός, κουραστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tedious"
underemployed

(of a person) not having much work to do in their job or being unable to use their full potential

υποαπασχολούμενος, κακώς απασχολούμενος

υποαπασχολούμενος, κακώς απασχολούμενος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underemployed"
boardroom

a room where the board of directors meet

αίθουσα διοικητικού συμβουλίου, αίθουσα συσκέψεων

αίθουσα διοικητικού συμβουλίου, αίθουσα συσκέψεων

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boardroom"
internship

a period when a student or graduate works, often unpaid, in order to meet some requirements to qualify for something or to gain work-related experience

πρακτική άσκηση, internship

πρακτική άσκηση, internship

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "internship"
vacancy

a position or job that is available

κενή θέση, αγγελία

κενή θέση, αγγελία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacancy"
coworker

someone who works with someone else, having the same job

συνάδελφος, συνάθλιος

συνάδελφος, συνάθλιος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coworker"
supervisor

someone who observes or directs a person or an activity

επόπτης, επιβλέπων

επόπτης, επιβλέπων

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supervisor"
amateur

someone who is not skilled or experienced enough for a specific activity

αρχάριος, ερασιτέχνης

αρχάριος, ερασιτέχνης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amateur"
interviewee

someone who answers the questions during an interview

υποψήφιος, καλεσμένος

υποψήφιος, καλεσμένος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interviewee"
sick leave

a specific period of time granted to a person who is ill to temporary leave work

αδεία ασθενείας, επιδότηση ασθενείας

αδεία ασθενείας, επιδότηση ασθενείας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick leave"
maternity leave

a period of time when a woman can take a break from working and stay home before and after the birth of her child

άδεια μητρότητας, μακροχρόνια άδεια λόγω μητρότητας

άδεια μητρότητας, μακροχρόνια άδεια λόγω μητρότητας

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maternity leave"
multitasking

(of people) the ability to perform more than one task simultaneously

πολυδιεργασία, πολυγλωσσία

πολυδιεργασία, πολυγλωσσία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multitasking"
labor

work, particularly difficult physical work

εργασία, δουλειά

εργασία, δουλειά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "labor"
discrimination

the practice of treating a person or different categories of people less fairly than others

διάκριση, διακρίση

διάκριση, διακρίση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discrimination"
pension

a regular payment made to a retired person by the government or a former employer

σύνταξη, επικουρική σύνταξη

σύνταξη, επικουρική σύνταξη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pension"
reference

a letter written by a former employer about a former employee who has applied for a new job, giving information about them

σύσταση, παραπομπή

σύσταση, παραπομπή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reference"
schedule

a plan or timetable outlining the sequence of events or activities

πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα

πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "schedule"
workforce

all the individuals who work in a particular company, industry, country, etc.

εργατικό δυναμικό, εργαζόμενοι

εργατικό δυναμικό, εργαζόμενοι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "workforce"
workload

the amount of work that a person or organization has to do

φορτίο εργασίας, εργασιακό φορτίο

φορτίο εργασίας, εργασιακό φορτίο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "workload"
notice

a formal statement or letter declaring that one intends to end an agreement, especially an employment or residential contract

γνωστοποίηση, ειδοποίηση

γνωστοποίηση, ειδοποίηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notice"
increment

an increase in someone's salary that happens at regular intervals

αύξηση, μισθολογική αύξηση

αύξηση, μισθολογική αύξηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "increment"
professional courtesy

free service that people of the same profession provide for each other, especially common among physicians

επαγγελματική ευγένεια, επαγγελματική αλληλεγγύη

επαγγελματική ευγένεια, επαγγελματική αλληλεγγύη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "professional courtesy"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek