pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Το περιβάλλον

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το περιβάλλον, όπως "compost", "refine", "disposal" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Γ1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
biodegradable

(of an object) able to be broken down by living organisms such as bacteria, which is then safe for the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biodegradable"
carbon-neutral

describing a state in which the carbon dioxide emission reaches zero or there is a balance between the amount of carbon dioxide emitted and absorbed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon-neutral"
zero-emission

(of a vehicle) not producing gases harmful to the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zero-emission"
crude

(of natural substances such as oil) unprocessed and in raw form

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crude"
ecological

related to the connection between animals, plants, and humans and their environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecological"
radioactive

containing or relating to a dangerous form of energy produced by nuclear reactions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radioactive"
free-range

related to a type of farming in which animals and birds can move around and eat freely, instead of being kept in a limited area

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free-range"
to contaminate

to make a place, substance, etc. dirty or harmful by adding dangerous material

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contaminate"
to compost

to make decayed leaves, plants, or other organic waste into a mixture that can improve the soil's quality to help plants grow more quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compost"
to dump

to get rid of waste material, particularly in an unorganized manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dump"
to refine

to remove unwanted or harmful substances from another substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refine"
to reuse

to use something once more, usually for a different purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reuse"
conservationist

someone who makes efforts to protect the environment and wildlife from any type of harm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservationist"
eco-anxiety

a feeling of great worry regarding the current and future state of the environment threatened by humans

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eco-anxiety"
disposal

the act of getting rid of waste material

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disposal"
dumper

a truck with a container that can be elevated to unload waste material

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dumper"
tanker

a ship, aircraft, or road vehicle for carrying liquids, particularly crude oil or gas in large quantities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tanker"
logging

the act of cutting down trees to use their wood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logging"
carbon monoxide

an odorless, colorless, and poisonous gas that is produced from the burning of fossil fuels, which proves lethal in some cases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon monoxide"
microplastic

very small plastic pieces in the environment that originate from personal care products, clothing, etc. and the degradation of other plastic products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microplastic"
pylon

a tall metal structure used for carrying high-voltage power lines above the ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pylon"
reactor

a large machine or structure used for producing nuclear energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reactor"
hydroelectricity

electricity that is produced from the power of water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hydroelectricity"
ozone layer

a layer of gases in the earth's atmosphere that does not let the sun's ultraviolet radiation pass through

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ozone layer"
solar cell

a device that converts the energy of the sun into electricity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar cell"
sanctuary

an area for birds and animals to live and to be protected from dangerous conditions and being hunted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sanctuary"
toll

the number of people who have died or gotten injured because of a war, natural disaster, pandemic, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toll"
wildfire

a large fire that spreads fast and causes much destruction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wildfire"
tidal wave

a very large ocean wave caused by a storm or an underwater earthquake that when hits the land causes a lot of destruction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tidal wave"
herbicide

a chemical substance that kills plants, used for destroying plants that are not wanted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "herbicide"
pollutant

any substance that is harmful to the environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pollutant"
to die out

to completely disappear or cease to exist

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to die out"
rot

the process of being destroyed via natural causes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rot"
oil rig

a large facility used for drilling oil or gas from underground or under the sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oil rig"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek