pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Ασθένεια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με την ασθένεια, όπως "αγωνία", "ζάλη", "άσθμα" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Γ1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
ailment

an illness, often a minor one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ailment"
agony

severe physical or mental pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agony"
syndrome

a group of medical signs that indicate a person is suffering from a particular disease or condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "syndrome"
acute

characterized by severe intensity or seriousness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acute"
chronic

(of an illness) difficult to cure and long-lasting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chronic"
contagious

(of a disease) transmittable from one person to another through close contact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contagious"
breathless

unable to breathe easily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breathless"
dizzy

unable to keep one's balance and feeling as though everything is circling around one, caused by an illness or looking down from a high place

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dizzy"
fatal

resulting in death

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fatal"
feverish

having or caused by a fever

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feverish"
swollen

(of a part of the body) unusually large, particularly because of an injury or illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swollen"
asthma

a disease that causes shortness of breath and difficulty in breathing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asthma"
bird flu

a dangerous disease among birds, especially poultry, that can be transmitted to humans and sometimes kill them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bird flu"
Covid-19

an infectious disease caused by a type of virus called coronavirus that causes fever, tiredness, a cough, etc., and in some cases can kill, originated in China and later became a pandemic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Covid-19"
diarrhea

a medical condition in which body waste turns to liquid and comes out frequently

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diarrhea"
hay fever

an illness that causes a runny nose and watery eyes, caused by dust from plants that come into the body through the air

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hay fever"
HIV

the virus that causes a very dangerous disease called AIDS, transmitted through blood or sexual activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "HIV"
measles

a contagious disease that causes high fever and small red spots on the body, common in children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "measles"
plague

a dangerous disease spread by rats that causes fever and swellings, often kills if infected

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plague"
stroke

a dangerous condition in which a person loses consciousness as a result of a blood vessel breaking open or becoming blocked in their brain, which could kill or paralyze a part of their body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stroke"
blister

a swollen area on the skin filled with liquid, caused by constant rubbing or by burning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blister"
lump

a swollen area under the skin, usually caused by a sickness or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lump"
rash

a part of one's skin covered with red spots, which is usually caused by a sickness or an allergic reaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rash"
scar

a mark that is left on one's skin after a wound or cut has healed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scar"
swelling

an area of one's body that has become unusually larger, caused by an injury or sickness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swelling"
collapse

a situation in which a person suddenly falls down or loses consciousness because of tiredness or an illness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collapse"
fatigue

a feeling of extreme tiredness that is usually caused by physical or mental overwork or exercise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fatigue"
fracture

a crack or break in a bone or other hard substance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fracture"
to bounce back

to regain health after an illness or become successful again after facing difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bounce back"
to complain of

to state that one feels ill or one's body part is in pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to complain of"
to faint

to suddenly lose consciousness from a lack of oxygen in the brain, which is caused by a shock, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to faint"
to infect

to transmit a disease to a person, animal, or plant

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to infect"
addict

someone who cannot stop taking, using, or smoking a substance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "addict"
carrier

a person or animal that carries a disease, without suffering from it themselves, and transmits to other people or animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carrier"
epidemic

the rapid spread of an infectious disease within a specific population, community, or region, affecting a significant number of individuals at the same time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epidemic"
pandemic

a disease that spreads across a large region or even across the world

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pandemic"
outbreak

the unexpected start of something terrible, such as a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outbreak"
parasite

(biology) a small organism that lives on or inside another organism, called a host, and is dependent on it for nutrition and growth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parasite"
shiver

a brief shaking movement of one's body as a result of fear or being cold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shiver"
worn out

exhausted because of too much physical work

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worn out"
stuffy

having difficulty breathing through one's nose, often due to a cold or allergy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stuffy"
to chafe

(of a body part) to become sore or irritated due to being rubbed against something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to chafe"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek