pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Διάλογος και Λόγος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με το διάλογο και τη συζήτηση, όπως "γενίκευση", "προκατάληψη", "κλίση" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Γ1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
to generalize

to form an opinion or reach a conclusion about something by taking a few instances or facts into account

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to generalize"
to go against

to disagree with or not fit well with a specific rule, concept, or standard

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go against"
to invoke

to mention someone or something of prominence as a support or reason for an argument or action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invoke"
to plead

to state something as an excuse

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plead"
to point

to suggest that something is probable or certain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to point"
to prejudice

to unfairly influence someone's opinion or judgment about someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prejudice"
to provoke

to intentionally annoy someone so that they become angry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to provoke"
to reconsider

to think again about an opinion or decision, particularly to see if it needs changing or not

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reconsider"
to signpost

to mark a place such as a road, etc. with a signpost

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to signpost"
to sum up

to briefly state the most important parts or facts of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sum up"
to yap

to talk excessively or continuously, often in a way that is annoying to others

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to yap"
ideological

based on or relating to a specific set of political or economic views or policies

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ideological"
irrelevant

having no importance or connection with something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irrelevant"
inclined

giving an opinion in a way that is not strong

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inclined"
inflexible

(of a rule, opinion, etc.) fixed and not easily changed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflexible"
mistaken

wrong in one's judgment, opinion, or belief

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistaken"
moderate

(of a person or ideology) not extreme or radical and considered reasonable by a majority of people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moderate"
reserved

reluctant to share feelings or problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reserved"
unstated

not clearly said or explained

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unstated"
vocal

giving opinions loudly or freely

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vocal"
given that

used to express that one is considering a particular fact before sharing one's opinion or making a judgment

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "given that"
no kidding

used to highlight the sincerity or truthfulness of a statement

[Επιφώνημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "no kidding"
honest to God

used to emphasize the fact that one is telling the truth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honest to God"
having said that

used to introduce an opposing statement after making a point

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "having said that"
if anything

used to suggest that the opposite of what has been stated may be closer to the truth

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "if anything"
at all

no degree or amount whatsoever

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at all"
that said

used to introduce statement that is in contrast to what one previously stated

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "that said"
beyond doubt

in a way that is absolutely certain and cannot be questioned

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beyond doubt"
hostility

behavior or feelings that are aggressive or unfriendly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hostility"
mainstream

the opinions, activities, or methods that are considered normal because they are accepted by a majority of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mainstream"
objectivity

the state of being affected by facts and statistics instead of personal opinions and feelings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "objectivity"
subjectivity

the state of being affected by personal opinions and feelings instead of facts and statistics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subjectivity"
premise

a theory or statement that acts as the foundation of an argument

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "premise"
reasoning

the act of rational and logical thinking about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reasoning"
say

the right or chance to give an opinion about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "say"
to have second thoughts

to start doubting a decision and begin to wonder whether it is the right or best thing to do

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] second thoughts"
voice

the right to give an opinion on something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voice"
solidarity

the support given by the members of a group to each other because of sharing the same opinions, feelings, goals, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solidarity"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek