pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το GRE - Χαρακτηριστικά και Ιδιότητες

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά, όπως "din", "bereft", "keen" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for the GRE
affectation

an insincere and unnatural manner of speaking, behaving, or writing that is intended to impress

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affectation"
amalgam

a combination or blend of different things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amalgam"
din

an unpleasant and loud noise that could be heard for an extended amount of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "din"
guile

an artful cleverness used to perform trickery, deception, and manipulation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guile"
levity

the lack of seriousness that is wrongly suited to or respectful of the circumstances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "levity"
to clamor

to loudly complain about something or demand something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clamor"
to mollify

to do something that lessens someone's anger or sadness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mollify"
aberrant

different from the usual, normal, and accepted way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aberrant"
to run amok

to behave in a wild, uncontrolled, and often violent manner

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [run] amok"
antic

behaving or acting in a way that is funny, energetic, or silly, it is usually annoying or strange

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antic"
becoming

(of clothes, colors, hairstyles etc.) enhancing the wearer's appearance and making them more attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "becoming"
bereft

(of people) feeling very lonely and sorrowful, particularly as a result of a loss

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bereft"
bleak

(of situations) not giving any or much hope or encouragement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bleak"
callow

being young and behaving in a manner that displays one's inexperience or immaturity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "callow"
choleric

easily angered or irritated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choleric"
covert

not displayed or acknowledged openly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "covert"
cynical

having a distrustful or negative outlook, often believing that people are motivated by self-interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cynical"
erratic

lacking a regular or fixed pattern of behavior or movement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "erratic"
facile

lacking deep thought and true understanding thus being superficial

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "facile"
inherent

inseparable essential part or quality of someone or something that is in their nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inherent"
intrinsic

belonging to something or someone's character and nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intrinsic"
keen

(of senses) sharp and highly-developed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "keen"
novel

new and unlike anything else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novel"
obsolete

outdated and gone out of style, often replaced by more current trends or advancements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obsolete"
optimal

having the best or most effective condition or approach for achieving a favorable outcome under given circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optimal"
placid

peaceful and calm, not easily excited, irritated, angered, or upset

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "placid"
pragmatic

taking a practical and realistic approach to things rather than theoretical and idealistic approaches

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pragmatic"
retiring

shy and not fond of being with others or being noticed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retiring"
sportive

behaving in a playful, fun, and light-hearted way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sportive"
timely

happening at exactly the best time possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "timely"
unprecedented

never having existed or happened before

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unprecedented"
vintage

(of things) old but highly valued for the quality, excellent condition, or timeless and attractive design

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vintage"
volatile

prone to unexpected and sudden changes, usually gets worse or dangerous

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volatile"
whimsical

driven by impulses and desires rather than logical necessity or reasoning

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whimsical"
byzantine

so detailed and complex that understanding becomes difficult

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "byzantine"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek