pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το GRE - Μόνο η αλλαγή είναι σταθερή!

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την αλλαγή, την αιτία και το αποτέλεσμα, όπως "assuage", "debase", "obviate" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for the GRE
to alleviate

to reduce from the difficulty or intensity of a problem, issue, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alleviate"
to augment

to add to something's value, effect, size, or amount

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to augment"
to bolster

to enhance the strength or effect of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bolster"
to console

to help a person, who is either disappointed or emotionally suffering, feel better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to console"
to converge

(of policies, opinions, ideas, aims, etc.) to develop into either the same thing or something extremely similar

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to converge"
to cow

to force obedience onto someone with the use of threats

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cow"
to debase

to tarnish someone's character or morals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to debase"
to desiccate

to preserve something, like food, by ridding it of all its moisture

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to desiccate"
to enhance

to better or increase someone or something's quality, strength, value, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enhance"
to facilitate

to help something, such as a process or action, become possible or simpler

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to facilitate"
to flag

to lose energy, strength, and enthusiasm

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flag"
to hobble

to restrict or complicate development, success, or actions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hobble"
to impair

to cause something to become weak or less effective

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to impair"
to encumber

to hinder the process or make something harder to do or achieve

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encumber"
to obviate

to keep an undesirable situation or a problem from happening

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to obviate"
to outstrip

to posses or reach a higher level of skill, success, value, or quantity than another person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outstrip"
to plummet

to decline in amount or value in a sudden and rapid way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plummet"
to preempt

to render a plan or action ineffective or unnecessary by doing something before it happens

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to preempt"
to propitiate

to bring an end to the anger of a person, ghost, spirit, or god by pleasing them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to propitiate"
to requite

to give something as a reward or compensation for services, favors, or achievements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to requite"
to start

to suddenly make an involuntary movement in reaction to a shock or surprise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to start"
to subside

to decline in intensity or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to subside"
to transmute

to change something's nature, appearance, or substance into something different and usually better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transmute"
bastardization

the act of changing or copying something in a way that it no longer has the quality and value it used to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bastardization"
catalyst

a person, thing, or event that provokes or accelerates change or activity by introducing new perspectives or actions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "catalyst"
corollary

a thing that is the direct or natural result of another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corollary"
efficacy

the power to bring about planned or wanted results

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "efficacy"
landmark

something, such as an achievement or event, that is of great importance or influence in something's progress and development

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landmark"
metamorphosis

an extreme change in someone or something's nature, character, or form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "metamorphosis"
moment

the quality of being significant and important

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moment"
pith

the main meaning or part of something such as an situation, statement, or argument

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pith"
checkered

having gone through periods of both failure and success

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "checkered"
incipient

starting to develop, appear, or take place

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incipient"
nascent

newly started or formed, and expected to further develop and grow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nascent"
telling

generating an effect that is either important or powerful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "telling"
to ossify

to cause something, such as an idea, system, habit, etc. to become fixed and opposed to change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ossify"
untrammeled

free to do as a person or thing pleases due to not having any limitations or restrictions inflicted upon them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "untrammeled"
dormant

not in an active, developing, or operating state but can become so later on

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dormant"
to diverge

to move apart and continue in another direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to diverge"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek