pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το GRE - Κοινωνία των Πολιτών και Θρησκευτικότητα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την κοινωνία και τη θρησκεία, όπως «base», «rustic», «gaffe» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for the GRE
affluent

possessing a great amount of riches and material goods

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affluent"
ascetic

following a strict lifestyle where one practices self-discipline and denies oneself of any form of pleasure, particularly due to religious reasons

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ascetic"
base

completely lacking moral or honorable purpose or character

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "base"
disinterested

not being involved in a situation or benefiting from it, thus able to act fairly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disinterested"
dispassionate

not letting one's emotions influence one's judgment and decisions, thus able to stay rational and fair

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dispassionate"
egalitarian

supporting the notion that all humans are equal and should be given equal rights

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egalitarian"
equitable

ensuring fairness and impartiality, so everyone gets what they rightfully deserve

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equitable"
expansive

having a generous and friendly personality with a willingness to engage in conversations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expansive"
impartial

not favoring a particular party in a way that enables one to act or decide fairly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impartial"
mundane

lacking the ability to arouse interest or cause excitement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mundane"
profligate

acting in a shameless, overindulgent, and immoral manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profligate"
rustic

associated with the lifestyle of the countryside and rural areas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rustic"
sanctimonious

attempting to showcase how one believes to be morally or religiously superior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sanctimonious"
spartan

characterized by strict self-discipline, frugality, or simplicity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spartan"
unforthcoming

unwilling to reveal information or offer assistance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unforthcoming"
apostasy

the act of abandoning a religious or political belief that one used to hold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apostasy"
arriviste

an individual who is either new to a higher society or trying to get into it, and is looking for their approval

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arriviste"
chauvinism

the extreme belief in the superiority of one's gender, race, country, or group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chauvinism"
gaffe

a thing that was done or said in a social or public situation that is considered to be an embarrassing or tactless mistake

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gaffe"
hierarchy

the grouping of people into different levels or ranks according to their power or importance within a society or system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hierarchy"
inequity

a situation or something that is lacking in equality or fairness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inequity"
mendicant

a person who begs other people for food and money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mendicant"
notoriety

the state of having a widespread negative reputation due to a bad or disapproving behavior or characteristic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "notoriety"
pariah

an individual who is avoided and not liked, accepted, or respected by society or a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pariah"
parvenu

a low-born individual who has gained quick and unexpected power, success, or wealth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parvenu"
powwow

a traditional ceremony of Native Americans in which they gather, dance, and sing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "powwow"
rank

(plural) the people who collectively form a particular group or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rank"
reprobate

an individual who lacks morality and principle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reprobate"
standing

a person's reputation, status, or position within a system, society, or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "standing"
virago

a woman who is loud, ill-tempered, and aggressive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virago"
to coalesce

to come together in order to achieve a common goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coalesce"
to deface

to ruin or damage something's appearance, particularly by writing or sketching on it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deface"
to desecrate

to insult or damage something that people greatly respect or consider holy, particularly a place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to desecrate"
to disseminate

to spread information, ideas, or knowledge to a wide audience

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disseminate"
to proselytize

to attempt to persuade a person into accepting one's beliefs, particularly political or religious ones

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to proselytize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek