pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το GRE - Όψεις και Τρόποι

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για πτυχές και τρόπους, όπως "craven", "derelict", "prosaic" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for the GRE
aplomb

a type of manner that is composed and confident, often when one is facing a difficult situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aplomb"
boor

an insensitive and uneducated person who lacks culture and manners

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boor"
chagrin

a state of embarrassment due to failing, getting humiliated, or disappointed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chagrin"
curmudgeon

a bad-tempered person who is easily annoyed and angered, usually old in age

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curmudgeon"
effrontery

a way of behaving that is shamelessly rude and bold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effrontery"
hauteur

a prideful and unfriendly manner of behaving that showcases one's belief of being better than others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hauteur"
insouciance

a way of behaving that is relaxed, as if one has no problems or concerns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insouciance"
to badger

to repeatedly annoy or harass someone with requests or questions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to badger"
to browbeat

to force a person into doing something by threatening or frightening them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to browbeat"
to deign

to do something in a reluctant and condescending manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deign"
to lacerate

to make someone suffer from a lot of emotional or mental pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lacerate"
amenable

(of people) open and willing to let suggestions influence them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amenable"
approbative

displaying approval or praise

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "approbative"
arduous

requiring so much effort, mostly physical, that will cause exhaustion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arduous"
avid

extremely enthusiastic and interested in something one does

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "avid"
complacent

overly satisfied or content with one's current situation or achievements, often to the point of neglecting potential risks or improvements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complacent"
conversant

knowledgeable or experienced with something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conversant"
craven

not having even the smallest amount of courage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "craven"
debonair

(particularly of a man) handsome, stylish and full of confidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debonair"
derelict

neglectful toward obligations and duties

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "derelict"
disquieting

making one feel worried about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disquieting"
dolorous

causing or displaying great sadness or distress

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dolorous"
fractious

easily getting annoyed, angry, or upset

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fractious"
impervious

resistant to being affected or damaged by something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impervious"
mendacious

(of a person) characterized by lying

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mendacious"
obtuse

slow or reluctant to understand things or respond emotionally to something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obtuse"
overweening

having too much pride or confidence in oneself

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overweening"
peremptory

demanding immediate obedience, particularly in a way that sounds unfriendly or rude

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peremptory"
perspicacious

quick to understand and judge people, things, and situations accurately

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perspicacious"
picayune

considered to be of small importance or value

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "picayune"
prosaic

plain, ordinary, and lacking excitement or imagination

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prosaic"
punctilious

paying a lot of attention to the correctness of behavior or to detail

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punctilious"
redoubtable

causing fear due to greatness or being impressive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "redoubtable"
ribald

vulgar, indecent, or coarse, often with sexual connotations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ribald"
splenetic

easily angered or annoyed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "splenetic"
stolid

staying calm and displaying little or no interest or emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stolid"
supercilious

treating others as if one is superior to them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supercilious"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek