pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το GRE - Η κυβέρνηση ως αναγκαίο κακό

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την εξουσία και την πολιτική, όπως «noint», «cede», «fortify» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for the GRE
to abdicate

(of a monarch or ruler) to step down from a position of power

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abdicate"
to anoint

to choose whom an important position or job will be given to, generally done by a person of power

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to anoint"
to arrogate

to take control of something without any legal basis

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrogate"
to capitulate

to stop resisting something and accept it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to capitulate"
to cede

to hand over power, land, or a position to another, particularly due to being forced

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cede"
to concede

to grant something such as control, a privilege, or right, often reluctantly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concede"
to defenestrate

to force a person of authority or power to step down from their position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to defenestrate"
to dismiss

to remove someone from their job or position, typically due to poor performance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dismiss"
to gerrymander

to divide voting districts in a way that would advantage a particular group or party more

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gerrymander"
to kowtow

to attempt at pleasing an authority by excessively flattering and obeying them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kowtow"
to machinate

to secretly make plans, particularly to gain an advantage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to machinate"
to relegate

to appoint a person or thing to a lower status, position, or rank

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relegate"
to rescind

to officially cancel a law, decision, agreement, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rescind"
to sap

to gradually drain or deplete someone's power or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sap"
to spearhead

to be the person who leads something like an attack, campaign, movement, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spearhead"
to undermine

to gradually decrease the effectiveness, confidence, or power of something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to undermine"
artless

(of speech or actions) simple and straightforward, without cunning or deceit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artless"
autonomous

(of countries, organizations, regions, etc.) not governed by another force, and is in control of itself

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "autonomous"
bellicose

displaying a willingness to start an argument, fight, or war

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bellicose"
compliant

willingly obeying rules or doing what other people demand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compliant"
magisterial

displaying a behavior befitting someone who is in a powerful and authoritative position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magisterial"
obsequious

excessively flattering and obeying a person, particularly in order to gain their approval or favor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obsequious"
partisan

displaying support and favoritism toward a party or cause, usually without giving it much thought

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "partisan"
truculent

ill-tempered and ready to start an argument or fight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "truculent"
artifice

a clever action or behavior that is intended to trick and deceive others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artifice"
calumny

an unpleasant or false statement intending to ruin someone's reputation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calumny"
dissolution

the formal ending of a business agreement, marriage, parliament, organization, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissolution"
graft

a morally or legally wrong act, usually bribery, done to gain an advantage or support

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graft"
jingoist

someone who very strongly believes that their country is far more superior than other countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jingoist"
juggernaut

a force, movement, organization, etc. that is large, powerful, and uncontrollable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "juggernaut"
junta

a government of politicians or military officers that forcefully obtained power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "junta"
nabob

an individual who possesses an extreme amount of wealth or a high social standing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nabob"
potentate

someone who rules over people and possesses absolute control and power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potentate"
quisling

an individual who betrays their country by assisting the enemy occupying or controlling it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quisling"
coterminous

(of areas of land or of countries) having a border in common

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coterminous"
buffer zone

a neutral area free of the conflict and danger that is between opposing powers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buffer zone"
recrimination

accusations made in retaliation for being accused

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recrimination"
sycophant

an individual who excessively flatters someone of importance to gain a favor or advantage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sycophant"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek