pattern

250 Πιο Συνηθισμένα Ρηματικά Φραστικά Αγγλικά - Κορυφαία 126 - 150 φραστικά ρήματα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 6 της λίστας με τα πιο κοινά φραστικά ρήματα στα Αγγλικά όπως "back up", "look over" και "miss out".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Phrasal Verbs in English Vocabulary
to back up

to support someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to back up"
to consist of

to be formed from particular parts or things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consist of"
to lay out

to design and arrange something according to a specific plan

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lay out"
to hang on

to ask someone to wait briefly or pause for a moment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hang on"
to look over

to examine or inspect something quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look over"
to account for

to provide explanations or reasons for a particular situation or set of circumstances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to account for"
to mess up

to make a mistake or error, causing a situation or task to become disorganized, confused, or unsuccessful

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mess up"
to carry out

to complete or conduct a task, job, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry out"
to go along

to express agreement or to show cooperation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go along"
to miss out

to lose the opportunity to do or participate in something useful or fun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to miss out"
to cut out

to use a sharp object like scissors or a knife on something to remove a section from it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut out"
to set out

to start a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set out"
to fill in

to inform someone with facts or news

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fill in"
to leave behind

to leave without taking someone or something with one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave behind"
to plug in

to connect something to an electrical port

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plug in"
to have over

to receive someone as a guest at one's home

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have over"
to fit in

to be socially fit for or belong within a particular group or environment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fit in"
to fall apart

to fall or break into pieces as a result of being in an extremely bad condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall apart"
to shut up

to stop talking and be quiet

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shut up"
to fall off

to fall from a particular position to the ground

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall off"
to pull up

to lift or position something or someone upward

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull up"
to look out for

to take care and be watchful of someone or something and make sure no harm comes to them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look out for"
to send out

to send something to a number of people or places

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to send out"
to get around

to persuade someone or something to agree to what one wants, often by doing things they like

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get around"
to run out

(of a supply) to be completely used up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek