pattern

250 Πιο Συνηθισμένα Ρηματικά Φραστικά Αγγλικά - Κορυφαία 226 - 250 φραστικά ρήματα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 10 της λίστας με τα πιο κοινά φραστικά ρήματα στα Αγγλικά όπως "dress up", "run by" και "count on".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Phrasal Verbs in English Vocabulary
to set off

to make something operate, especially by accident

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set off"
to catch up

to go faster and reach someone or something that is ahead

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catch up"
to dress up

to wear formal clothes for a special occasion or event

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dress up"
to wear out

to cause something to lose its functionality or good condition over time or through extensive use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wear out"
to catch on

(of a concept, trend, or idea) to become popular

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catch on"
to come about

to happen, often unexpectedly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come about"
to leave out

to intentionally exclude someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave out"
to throw up

to expel the contents of the stomach through the mouth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throw up"
to run by

to tell someone about an idea, especially to know their opinion about it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run by"
to pass by

to go past someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass by"
to speak up

to speak in a louder voice

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speak up"
to pass out

to lose consciousness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass out"
to give out

to distribute something among a group of individuals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give out"
to count on

to put trust in something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to count on"
to bring about

to be the reason for a specific incident or result

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bring about"
to hook up

to have a brief sexual relationship with a person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hook up"
to kick off

to cause something to begin, particularly initiating an event or process

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kick off"
to sit around

to spend time doing nothing or nothing productive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sit around"
to come before

to have a higher priority or importance compared to someone or something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come before"
to go against

to oppose or resist someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go against"
to derive from

to be originated from something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to derive from"
to stand up for

to defend or support someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stand up for"
to pack up

to put things into containers or bags in order to transport or store them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pack up"
to bail out

to pay money to the court to release someone from custody until their trial

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bail out"
to mow down

to kill or cause harm to a large number of people, often through violent means

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mow down"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek