pattern

Βιβλίο Interchange - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 11

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 11 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Upper-Intermediate, όπως «επιχειρηματικά», «ιεροτελεστία», «σαμποτάζ» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Upper-intermediate
rite

a formal ceremony that has religious or cultural significance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rite"
unforgettable

so memorable that being forgotten is impossible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unforgettable"
sleepover

a social event where a person stays overnight at someone else's house, usually for fun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleepover"
crush

a strong, temporary feeling of love toward a person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crush"
trip

a journey that you take for fun or a particular reason, generally for a short amount of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trip"
heartbreak

a feeling of great distress or sadness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heartbreak"
immature

not fully developed mentally or emotionally, often resulting in behaviors or reactions that are childish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immature"
congratulation

praise or admiration given to someone to celebrate an achievement or happy event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congratulation"
nephew

our sister or brother's son, or the son of our husband or wife's siblings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nephew"
responsibility

the obligation to perform a particular duty or task that is assigned to one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsibility"
independent

able to do things as one wants without needing help from others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "independent"
before

at an earlier time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "before"
after

at a later time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "after"
once

for one single time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "once"
moment

a very short period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moment"
until

used to show that something continues or lasts up to a specific point in time and often not happening or existing after that time

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "until"
milestone

an event or stage that has a very important impact on the progress of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "milestone"
to retire

to leave your job and stop working, usually on reaching a certain age

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retire"
license

a legal document that gives someone permission to do something, such as drive a car or practice a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "license"
personal

only relating or belonging to one person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personal"
characteristic

displaying or possessing typical features or qualities of a particular person, place, or thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "characteristic"
ambitious

trying or wishing to gain great success, power, or wealth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambitious"
argumentative

(of a person) ready to argue and often arguing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "argumentative"
carefree

having a relaxed, worry-free nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carefree"
dependable

able to be relied on to do what is needed or asked of

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependable"
naive

lacking experience and wisdom due to being young

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "naive"
pragmatic

based on reasonable and practical considerations rather than theory

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pragmatic"
rebellious

(of a person) resistant to authority or control, often challenging established norms or rules

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rebellious"
sophisticated

having refined taste, elegance, and knowledge of complex matters

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sophisticated"
wise

deeply knowledgeable and experienced and capable of giving good advice or making good decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wise"
internship

a period of time spent working for free or little pay in order to gain experience or to become qualified in a particular field

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "internship"
irresponsible

neglecting one's duties or obligations, often causing harm or inconvenience to others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irresponsible"
grade

a letter or number given by a teacher to show how a student is performing in class, school, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grade"
additional

added or extra to what is already present or available

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "additional"
apology

something that a person says or writes that shows they regret what they did to someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apology"
to look up

to try to find information in a dictionary, computer, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look up"
essay

a piece of writing that briefly analyzes or discusses a specific subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "essay"
button

a small, round object, usually made of plastic or metal, sewn onto a piece of clothing and used for fastening two parts together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "button"
accident

an unexpected and unpleasant event that happens by chance, usually causing damage or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accident"
to accuse

to say that a person or group has done something wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accuse"
purpose

a desired outcome that guides one's plans or actions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purpose"
toward

in the direction of a particular person or thing

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toward"
fault

a wrong move or act

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fault"
still

up to now or the time stated

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "still"
to hurt

to cause injury or physical pain to yourself or someone else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurt"
obviously

in a way that is easily understandable or noticeable

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obviously"
fuse

an electrical device that is used to stop or control the flow of current in a circuit in case it is too strong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fuse"
to offer

to present or propose something to someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to offer"
to recover

to regain complete health after a period of sickness or injury

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recover"
to sabotage

to intentionally damage or undermine something, often for personal gain or as an act of protest or revenge

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sabotage"
necessary

needed to be done for a particular reason or purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "necessary"
heartfelt

expressing a genuine or sincere emotion, feeling, or thought

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heartfelt"
effective

achieving the intended or desired result

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effective"
blackmail

the crime of demanding money or benefits from someone by threatening to reveal secret or sensitive information about them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blackmail"
discussion

a conversation with someone about a serious subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discussion"
to forgive

to stop being angry or blaming someone for what they have done, and to choose not to punish them for their mistakes or flaws

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forgive"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek