pattern

Βιβλίο Interchange - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 5

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Upper-Intermediate, όπως "horizon", "picky", "etiquette" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Upper-intermediate
to expand

to become something greater in quantity, importance, or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expand"
horizon

the line where the sky and earth seem to come in contact with each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horizon"
picky

extremely careful with their choices and hard to please

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "picky"
eater

an animal or human that eats a certain type or amount of food or has a certain manner of eating

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eater"
to concern

to cause someone to worry

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concern"
symptom

a change in the normal condition of the body of a person, which is the sign of a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "symptom"
to communicate

to exchange information, news, ideas, etc. with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to communicate"
foreign

related or belonging to a country or region other than your own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreign"
anxious

feeling nervous or worried because of thinking something unpleasant might happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anxious"
comfortable

physically feeling relaxed and not feeling pain, stress, fear, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comfortable"
confident

having a strong belief in one's abilities or qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confident"
curious

interested in learning and knowing about things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curious"
depressed

feeling very unhappy and having no hope

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depressed"
embarrassed

feeling ashamed and uncomfortable because of something that happened or was said

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassed"
enthusiastic

having or showing intense excitement, eagerness, or passion for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enthusiastic"
excited

feeling very happy, interested, and energetic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excited"
fascinated

intensely interested or captivated by something or someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fascinated"
homesick

feeling sad because of being away from one's home

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homesick"
insecure

not confident about oneself or one's skills and abilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insecure"
nervous

worried and anxious about something or slightly afraid of it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous"
uncertain

(of a person) showing a lack of confidence and having doubts about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncertain"
uncomfortable

feeling embarrassed, anxious, or uneasy because of a situation or circumstance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncomfortable"
worried

feeling unhappy and afraid because of something that has happened or might happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worried"
away

at a distance from someone, somewhere, or something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "away"
culture

the general beliefs, customs, and lifestyles of a specific society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culture"
etiquette

a set of conventional rules or formal manners, usually in the form of ethical code

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "etiquette"
tip

a helpful suggestion or a piece of advice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tip"
international

happening in or between more than one country

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "international"
host

a person who invites guests to a social event and ensures they have a pleasant experience while there

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "host"
to turn down

to decline an invitation, request, or offer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn down"
offer

a statement in which one expresses readiness or willingness to do something for someone or give something to them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offer"
to enter

to come or go into a place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enter"
to rest

to stop working, moving, or doing an activity for a period of time and sit or lie down to relax

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rest"
elbow

the joint where the upper and lower parts of the arm bend

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elbow"
to arrive

to reach a location, particularly as an end to a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrive"
chopstick

one of the two thin, typically wooden sticks, used particularly by people of China, Japan, etc., to eat food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chopstick"
expectation

a belief about what is likely to happen in the future, often based on previous experiences or desires

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expectation"
appropriately

in a way that is acceptable, suitable, or proper in a particular occasion or situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appropriately"
to tip

to give a small amount of money to a waiter, driver, etc. to thank them for their services

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tip"
pamphlet

a small booklet or leaflet containing information, usually on a single subject, that is distributed to a wide audience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pamphlet"
culture shock

the feeling of disorientation and confusion that people experience when they are in a new and unfamiliar cultural environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culture shock"
hometown

the town or city where a person grew up or was born

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hometown"
passionate

showing or having enthusiasm or strong emotions about something one care deeply about

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passionate"
lively

(of a place or atmosphere) full of excitement and energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lively"
quite

to the highest degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quite"
eye-opener

something that helps a person realize something new or different about a situation or a person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eye-opener"
hardly

to a very small degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardly"
indoor

(of a place, space, etc.) situated inside a building, house, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indoor"
to notice

to pay attention and become aware of a particular thing or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to notice"
during

used to express that something happens continuously from the beginning to the end of a period of time

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "during"
to expect

to think or believe that it is possible for something to happen or for someone to do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expect"
common

regular and without any exceptional features

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "common"
handshake

an act of taking a person's hand and shaking it as a greeting or after having made an agreement with them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handshake"
to hug

to tightly and closely hold someone in one's arms, typically a person one loves

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hug"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek