pattern

Βιβλίο Interchange - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 8

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 του βιβλίου μαθημάτων Interchange Upper-Intermediate, όπως "επιμονή", "αντίθεση", "ανταγωνιστικότητα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Upper-intermediate
anywhere

to, in, or at any place

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anywhere"
anytime

at an unspecified time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anytime"
college

an institution that offers higher education or specialized trainings for different professions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "college"
course

a series of lessons or lectures on a particular subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "course"
traditional

belonging to or following the methods or thoughts that are old as opposed to new or different ones

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traditional"
to attend

to be present at a meeting, event, conference, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attend"
conference

an official meeting where a group of people discuss a certain matter, which often continues for days

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conference"
lecture

a talk given to an audience about a particular subject to educate them, particularly at a university or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lecture"
degree

the certificate that is given to university or college students upon successful completion of their course

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "degree"
to expand

to become something greater in quantity, importance, or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expand"
career

a profession or a series of professions that one can do for a long period of one's life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "career"
path

a way or track that is built or made by people walking over the same ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "path"
promotion

an act of raising someone to a higher rank or position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "promotion"
professional

doing an activity as a job and not just for fun

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "professional"
license

a legal document that gives someone permission to do something, such as drive a car or practice a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "license"
certification

a document or official statement attesting to the fact that someone has met certain standards or requirements

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "certification"
reason

something that explains an action or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reason"
center

the middle part or point of an area or object

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "center"
education

the process that involves teaching and learning, particularly at a school, university, or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "education"
to prefer

to want or choose one person or thing instead of another because of liking them more

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prefer"
tutor

a teacher who gives lessons privately to one student or a small group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tutor"
to expect

to think or believe that it is possible for something to happen or for someone to do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expect"
actually

used to emphasize a fact or the truth of a situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actually"
to review

to reconsider something, especially in order to make a decision about it or make modifications to it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to review"
competitiveness

the desire to win or succeed in a contest or rivalry with others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competitiveness"
concern

a subject of significance or interest to someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concern"
cooperation

the act of working together toward a common goal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cooperation"
creativity

the ability to use imagination in order to bring something new into existence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creativity"
perseverance

the quality of persistently trying in spite of difficulties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perseverance"
self-confidence

the belief and trust in oneself and one's abilities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-confidence"
self-discipline

the ability to control one's behavior and actions in order to achieve a goal or complete a task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-discipline"
tolerance

willingness to accept behavior or opinions that are against one's own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tolerance"
martial arts

any type of sports that include fighting which are especially originated in the Far East, such as judo, kung fu, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "martial arts"
budget

the sum of money that is available to a person, an organization, etc. for a particular purpose and the plan according to which it will be spent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "budget"
expense

the amount of money spent to do or have something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expense"
penny

a unit of currency or coin used in several countries, equal to one hundredth of a dollar or pound

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penny"
habit

something that you regularly do almost without thinking about it, particularly one that is hard to give up or stop doing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "habit"
to surround

to be around something on all sides

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surround"
clutter

a number of objects scattered around in a messy and untidy way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clutter"
silent

having or making little or no sound

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "silent"
constantly

in a way that continues without any pause

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "constantly"
to claim

to say that something is the case without providing proof for it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to claim"
to assume

to think that something is true without having proof or evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assume"
uncluttered

free from mess or untidiness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncluttered"
necessarily

in a way that cannot be avoided

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "necessarily"
to judge

to form a decision or opinion based on what one knows

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to judge"
to approach

to go close or closer to something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to approach"
curious

interested in learning and knowing about things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curious"
despite

used to show that something happened or is true, even though there was a difficulty or obstacle that might have prevented it

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "despite"
to oppose

to strongly disagree with a policy, plan, idea, etc. and try to prevent or change it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to oppose"
identical

similar in every detail and totally alike

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "identical"
busy

having so many things to do in a way that leaves not much free time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "busy"
ambition

something that is greatly desired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambition"
attorney

a lawyer who represents someone in a court of law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attorney"
defender

a player who is primarily responsible for defending their team's goal or territory, and preventing the opposing team from scoring

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defender"
buddy

a close friend

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buddy"
chance

a possibility that something will happen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chance"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek