pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 24

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
comparison

the process of examining the similarities and differences between two or more things or people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comparison"
comparative

relating to or including the evaluation of similarities and differences between two or more things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comparative"
comparable

having similarities that justify making a comparison

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comparable"
angelic

having the characteristics of a saint or angel, such as kindness or innocence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "angelic"
archangel

an angel that has a higher rank among others, like Gabriel in Christianity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "archangel"
ingenue

a young, innocent, and naive character, often a young woman, in a story or play

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingenue"
ingenuous

showing simplicity, honesty, or innocence and willing to trust others due to a lack of life experience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingenuous"
to obtrude

to force oneself in a situation in which one is not welcome

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to obtrude"
to obstruct

to prevent something or someone from moving forward or progressing smoothly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to obstruct"
admittance

the process of being allowed to enter a place or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "admittance"
admissible

allowable, acceptable, or valid, especially in a court of law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "admissible"
pitiful

deserving of sympathy or disappointment due to being in a poor and unsatisfactory condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pitiful"
pitiless

having no sense of mercy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pitiless"
pitiable

making one feel sorry for someone or something that seems unworthy of respect or consideration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pitiable"
sinus

a large blood channel without the standard vessel lining

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sinus"
sinuous

possessing many curves or moving in a twisting way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sinuous"
sinuosity

the ability or condition of having curves or curvy movements

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sinuosity"
tutelage

the action of tutoring an individual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tutelage"
tutelar

related to a protector or guardian

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tutelar"
tutorship

the act of teaching one single student, usually by a private teacher

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tutorship"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek