pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 25

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
to adjudge

to declare something true or to be the case according to facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adjudge"
to adjudicate

to end or resolve a situation, especially a dispute

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adjudicate"
treachery

the act of showing disloyalty to someone's trust

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treachery"
treacherous

dangerous for not being stable or reliable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treacherous"
to allay

to satisfy a need such as thirst or hunger

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to allay"
to alleviate

to help ease mental or physical pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alleviate"
alliance

an association between countries, organizations, political parties, etc. in order to achieve common interests

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alliance"
detriment

a damage, injury, or loss

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detriment"
detrimental

causing harm or damage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detrimental"
detritus

waste or debris produced by the disintegration or decomposition of organic or inorganic matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detritus"
pedagogics

the theories and techniques of teaching a concept or an academic topic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedagogics"
pedagogy

the profession or practice of teaching

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedagogy"
scruple

a principle that makes one doubtful or reluctant toward a morally wrong action

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scruple"
scrupulous

having a principle in mind to do the things that are morally right

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scrupulous"
haste

a great amount of speed in an activity, mostly because of a shortage in time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haste"
to hasten

to accelerate one's movement with a sense of speed or urgency

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hasten"
equine

relating to horses or members of the horse family

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equine"
pedagog

a person whose job is to teach, especially in a formal and strict manner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedagog"
equestrian

related to the action of riding a horse

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equestrian"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek