pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 21

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
phonetic

related to the sounds of speech and their representation using symbols

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phonetic"
phonic

related to vocal sounds in a linguistic context

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phonic"
phonogram

a written symbol that stands for a word, syllable, morpheme, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phonogram"
phonology

the branch of linguistics that focuses on the study of the sounds and sound patterns of language, including the analysis of phonemes, phonological rules, and the organization and systematic patterns of speech sounds within a particular language or languages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phonology"
sublingual

positioned under the tongue

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sublingual"
submarine

a warship that can operate both on and under water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "submarine"
to submerge

to plunge or immerse entirely beneath the surface of a liquid, typically water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to submerge"
submersible

capable of functioning while being underwater

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "submersible"
submersion

the process of going under the surface of a liquid, usually water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "submersion"
to calibrate

to mark multiple points with the same distance on an instrument for the purpose of measuring

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to calibrate"
to accuse

to say that a person or group has done something wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accuse"
accusation

the act of blaming and charging someone for their wrong act

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accusation"
bereft

(of people) feeling very lonely and sorrowful, particularly as a result of a loss

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bereft"
to bereave

to deprive someone of a loved one through death

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bereave"
irreligious

not having any interest in religion or even opposing it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irreligious"
irrelevant

having no importance or connection with something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irrelevant"
irreparable

impossible to become fixed or right again

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irreparable"
irrepressible

too strong or energetic to be controlled or stopped

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irrepressible"
irreproachable

not to be blamed or criticized

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irreproachable"
caliber

the quality, level, or degree of someone's abilities, character, or performance in a particular field or activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caliber"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek