pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 34

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
bane

a thing that brings someone a great amount of misery or even death

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bane"
banter

the act of saying something in a smart and humorous manner in order to make fun of something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "banter"
automaton

a machine, usually in the shape of a human, that moves on its own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "automaton"
autobiography

the story of the life of a person, written by the same person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "autobiography"
autopsy

an examination of a deceased person's organs to determine the cause of death

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "autopsy"
to encamp

to set up tents or a temporary place to stay in

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encamp"
to encapsulate

to put inside a tiny container

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encapsulate"
enclave

a specific part of a city or country surrounded by another territory, often one with a different background, culture, religion, nationality, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enclave"
to encompass

to include or contain a wide range of different things within a particular scope or area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encompass"
indiscriminate

not considering the distinctions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indiscriminate"
indispensable

absolutely necessary or crucial, to the point that being replaced or substituted is not possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indispensable"
indistinct

not easily defined or understood due to a lack of clarity or precision

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indistinct"
ineluctable

unable to stay away from

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ineluctable"
inept

lacking in proficiency and practicality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inept"
to persist

to continue a course of action with determination, even when faced with challenges or discouragement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to persist"
persnickety

overthinking anxiously about insignificant details

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "persnickety"
to recant

to withdraw or take back a statement, belief, or opinion, especially publicly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recant"
to recline

to rest or lean one's body in a comfortable position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recline"
recumbent

placing oneself in a lying position to rest or sleep

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recumbent"
to redress

to do something in order to make up for a wrongdoing or to make things right

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to redress"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek