pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 31

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
invulnerable

protected from getting harmed or attacked

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invulnerable"
involuntary

happening without having any intention or control

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "involuntary"
inviolable

demanding great respect in a way that cannot be ignored or degraded

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inviolable"
invincible

incapable of being defeated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invincible"
invariable

having a constant, unchanging nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invariable"
to attain

to succeed in reaching a goal, after hard work

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attain"
attainment

the action or fact of achieving a goal or an aim

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attainment"
to occlude

to close up a vein, opening, or passage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to occlude"
occult

all that relates to the magical and supernatural, their events, practices, powers, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occult"
to quack

to make the characteristic sound of a duck

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quack"
quackery

the medical practice of someone who pretends to have medical knowledge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quackery"
recidivism

the tendency of a person who has been convicted of a criminal offense to reoffend, leading to their re-arrest, reconviction, or return to criminal behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recidivism"
reciprocal

related to a mutual exchange between two things or people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reciprocal"
to reciprocate

to move alternately in a forward and backward motion, creating a repetitive or oscillating pattern

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reciprocate"
reciprocity

a condition in which two people, groups, or countries give each other mutual help or advantage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reciprocity"
salve

anything that is soothing or acts as a remedy for a wound, burn, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salve"
salvo

the act of firing a number of weapons at the same time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salvo"
to salvage

to rescue or recover something from potential harm, ruin, or destruction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to salvage"
salutary

having a beneficial effect for health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salutary"
salubrious

indicating or promoting healthiness and well-being

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salubrious"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek